Τα προβλήματα που εμφανίζει η κυβερνητική πρόταση για τους νεοναζί αναλύει με συνέντευξή του στο iEidiseis o Ακρίτας Καϊδατζής, Αναπλ. καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ, ενώ επικεντρώνει και στα πρακτικά προβλήματα που εμφανίζονται.
«Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να διαμορφωθεί κατά τη συζήτηση στη Βουλή μια ρύθμιση που θα αποδίδει τον ελάχιστο κοινό παρανομαστή στον οποίο όλοι ή έστω οι περισσότεροι μπορούν να συμφωνήσουν. Και αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από μια ρύθμιση που θα στοχεύει αποκλειστικά και απερίφραστα, χωρίς να αφήνει περιθώρια (παρ)ερμηνειών, στον αποκλεισμό από τις εκλογές πολιτικών κομμάτων τα οποία χρησιμοποιούνται ως όχημα πολιτικής επιβίωσης ή αναβίωσης από καταδικασμένους για σύσταση και λειτουργία εγκληματικής οργάνωσης νεοναζί», τονίζει χαρακτηριστικά.
Ποια στοιχεία θεωρείτε προβληματικά από την πρόταση της κυβέρνησης για το κόμμα Κασιδιάρη;
Το μείζον πρόβλημα της κυβερνητικής τροπολογίας είναι η ευρύτητα, και συνακόλουθα η ασάφεια, των λόγων που μπορούν να δικαιολογήσουν την απαγόρευση κατάρτισης συνδυασμών από ορισμένο κόμμα. Ο Άρειος Πάγος καλείται να κρίνει, χωρίς να του δίνεται επαρκής νομοθετική καθοδήγηση, ότι η ηγεσία που ορισμένο κόμμα εμφανίζει είναι εικονική και υποκρύπτεται διαφορετική πραγματική ηγεσία.
Επιπροσθέτως, εξοπλίζεται με την εξουσία να απαγορεύσει την κατάρτιση συνδυασμών σε ένα κόμμα του οποίου οποιοδήποτε από τα ιδρυτικά μέλη ή οι διατελέσαντες πρόεδροι, ακόμη κι αν αυτοί έχουν εν τω μεταξύ πάψει να είναι μέλη του γιατί αποχώρησαν ή διαγράφηκαν, έχουν καταδικαστεί για μια σειρά αδικημάτων. Φοβάμαι ότι αυτά έρχονται σε σύγκρουση με τη συνταγματική αρχή της απαγόρευσης επέμβασης στα εσωτερικά των κομμάτων. Και ανατρέπουν μια θεμελιώδη συνταγματική παραδοχή: ότι τα δικαστήρια δεν νομιμοποιούνται να εκφέρουν πολιτικές, ουσιαστικά, κρίσεις αναφορικά με την οργάνωση και λειτουργία των κομμάτων.
Και πρακτικά; Πώς θα μπορέσει ο Άρειος Πάγος να ελέγξει πραγματικά την κατάσταση;
Μετά την προκήρυξη των εκλογών οι προθεσμίες τρέχουν ταχύτατα. Το Σύνταγμα ορίζει ότι οι εκλογές πρέπει να διενεργηθούν μέσα σε τριάντα ημέρες. Τα κόμματα και οι υποψήφιοι έχουν μια βδομάδα να υποβάλουν τις υποψηφιότητές τους. Μετά ο Άρειος Πάγος έχει μόλις δύο ημέρες να ανακηρύξει, μετά από έλεγχο, κάποιες δεκάδες συνδυασμών και χιλιάδες υποψηφίων, προκειμένου να εκτυπωθούν εγκαίρως τα ψηφοδέλτια και να ετοιμαστεί το εκλογικό υλικό. Αντιλαμβάνεστε ότι ένας τέτοιος έλεγχος μόνο τυπικός μπορεί να είναι, βάσει αντικειμενικών στοιχείων. Σ’ αυτά τα ασφυκτικά περιθώρια, πώς θα μπορέσει ο Άρειος Πάγος να αιτιολογήσει, όπως εκ του Συντάγματος απαιτείται, την ουσιαστική κρίση του για τόσο δυσχερή και αμφιλεγόμενα ζητήματα όπως το αν ορισμένο κόμμα είναι ή δεν είναι δημοκρατικό ή αν έχει εικονική ηγεσία;
Αν τα κριτήρια της απαγόρευσης κατάρτισης συνδυασμών δεν εξειδικευτούν με πολύ συγκεκριμένο τρόπο, ο έλεγχος είναι πρακτικά ανέφικτος. Η κυβερνητική τροπολογία όπως κατατέθηκε είναι αλυσιτελής. Η εκτίμησή μου είναι ότι ο Άρειος Πάγος θα κάνει τα πάντα για να αποφύγει τη μομφή ότι σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα έλαβε μια βιαστική απόφαση με ανεπαρκή αιτιολογία και τεκμηρίωση. Και κάτι ακόμα που δεν πρέπει να παραβλέπουμε: χωρίς προηγούμενη ακρόαση των ενδιαφερόμενων, χωρίς αντιμωλία, χωρίς τη δυνατότητα αντίκρουσης των εκατέρωθεν προβαλλόμενων ισχυρισμών.
Η πρόταση της κυβέρνησης, πέραν του κόμματος Κασιδιάρη, αφήνει κενά να χρησιμοποιηθεί η απαγόρευση πέραν των ναζιστών; Με δεδομένο ότι και ο ίδιος ο πρωθυπουργός ακόμα υιοθετεί τη «θεωρία των δυο άκρων»;
Πουθενά στην κυβερνητική τροπολογία δεν υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη ότι αυτή στοχεύει στον αποκλεισμό από τις εκλογές αποκλειστικά και μόνο των κομματικών σχηματισμών που στεγάζουν νεοναζί εγκληματίες. Αντιθέτως, στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει την τροπολογία γίνεται αναφορά –εντελώς άστοχα, γιατί αφορούν ουσιωδώς διαφορετικές περιπτώσεις σε διαφορετικό θεσμικό πλαίσιο– σε αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για την απαγόρευση του Κόμματος Ευημερίας (Refah Partisi) του Ερμπακάν στην Τουρκία και του βασκικού αυτονομιστικού κόμματος Herri Batasuna στην Ισπανία.
Στην πραγματικότητα, με την ευρύτητα που είναι διατυπωμένη, η κυβερνητική τροπολογία κλείνει το μάτι σε νοσταλγούς του παρελθόντος και σε θιασώτες της ανιστόρητης θεωρίας των δύο άκρων, που ονειρεύονται απαγορεύσεις κομμάτων για μόνο το λόγο ότι διαφωνούν ριζικά με την ιδεολογία τους. Για να δώσω μιαν ιστορική αναλογία: αν η διάταξη αυτή ίσχυε τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, η ΕΔΑ θα είχε αποκλειστεί από τις εκλογές με το σκεπτικό ότι η υποκρυπτόμενη ηγεσία της ήταν τα καταδικασμένα στελέχη του απαγορευμένου ΚΚΕ.
Τι εκτιμάτε ότι θα πρέπει να γίνει;
Η κυβερνητική νομοθετική πρωτοβουλία έχει ένα μείζον πρόβλημα νομιμοποίησης ήδη και μόνο για το λόγο ότι έρχεται ελάχιστους μήνες πριν από τις εκλογές και σε προεκλογική, ουσιαστικά, περίοδο. Στοιχειώδης δημοκρατική αρχή είναι ότι δεν αλλάζεις τους κανόνες του πολιτικού παιγνίου λίγο πριν από εκλογές, γιατί δείχνεις ότι δεν σε ενδιαφέρουν οι κανόνες παρά μόνο να επηρεάσεις το εκλογικό αποτέλεσμα. Γι’ αυτό το λόγο, το υπαρκτό και εξίσου μείζον πρόβλημα της κατάχρησης του θεσμού του πολιτικού κόμματος από νεοναζί, προκειμένου να στεγάσουν την εγκληματική δραστηριότητα και οργάνωσή τους, μπορεί να αντιμετωπιστεί νομοθετικά σ’ αυτή τη φάση μόνο αν υπάρξει η ευρύτερη δυνατή συναίνεση από τις κοινοβουλευτικές δυνάμεις.
Αυτό που πρέπει να γίνει, επομένως, είναι να διαμορφωθεί κατά τη συζήτηση στη Βουλή μια ρύθμιση που θα αποδίδει τον ελάχιστο κοινό παρανομαστή στον οποίο όλοι ή έστω οι περισσότεροι μπορούν να συμφωνήσουν. Και αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από μια ρύθμιση που θα στοχεύει αποκλειστικά και απερίφραστα, χωρίς να αφήνει περιθώρια (παρ)ερμηνειών, στον αποκλεισμό από τις εκλογές πολιτικών κομμάτων τα οποία χρησιμοποιούνται ως όχημα πολιτικής επιβίωσης ή αναβίωσης από καταδικασμένους για σύσταση και λειτουργία εγκληματικής οργάνωσης νεοναζί.
Θεωρείτε ότι υπάρχουν πολιτικές σκοπιμότητες στην πρωτοβουλία της κυβέρνησης;
Μολονότι αυτό είναι μια καθαρά πολιτική κρίση, φοβάμαι ότι δεν αποκλείεται να υποκρύπτονται τέτοιες σκοπιμότητες. Από τη μια, η κυβέρνηση φαίνεται πως επιδιώκει να φέρει σε δύσκολη θέση τα κόμματα του προοδευτικού χώρου, που είναι απολύτως εύλογο να εκφράζουν ανησυχίες για μια τόσο ανησυχητικά ασαφή ρύθμιση ενός τόσο ευαίσθητου θέματος. Παράλληλα, από την άλλη, μοιάζει να χαϊδεύει τα αυτιά ενός ακροδεξιού ακροατηρίου που ευαγγελίζεται απαγορεύσεις των πολιτικών και ιδεολογικών τους αντιπάλων.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ Read More