Εκτόξευση του κόστους της ενέργειας και ανεπάρκεια ενεργειακών πόρων. Αυτά είναι τα δύο σκέλη της ενεργειακής κρίσης που έχουν αναγκάσει την Ευρώπη σε οριζόντια εξοικονόμηση ενέργειας, μια επιβολή δηλαδή μείωσης της κατανάλωσης τόσο σε νοικοκυριά όσο και σε επιχειρήσεις.
Το τίμημα ωστόσο από αυτήν την εξοικονόμηση είναι βαρύ και δεν είναι άλλο από τον συνεχώς αυξανόμενο κίνδυνο κίνδυνο αποβιομηχάνισης της Ευρώπης με μεγάλο κερδισμένο τις ΗΠΑ, καθώς οι βιομηχανίες που εγκαταλείπουν την Γηραιά Ήπειρο, μεταναστεύουν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού όπου υπάρχει άφθονη φθηνή ενέργεια.
Ενίοτε μεταφέρουν μονάδες παραγωγής στην Κίνα ή σε άλλες ασιατικές οικονομίες, όπου και πάλι είναι πολύ χαμηλότερο το κόστος της παραγωγής. Οικονομολόγοι, στελέχη επιχειρήσεων και βιομηχανικοί όμιλοι προειδοποιούν, έτσι, πως η Ευρώπη μπορεί να καταλήξει με εντελώς αποδυναμωμένη βιομηχανία εάν το κόστος της ενέργειας παραμείνει υψηλό.
Το πρόβλημα είναι σαφώς οξύτερο για τις βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας όπως οι μονάδες παραγωγής αλουμινίου, λιπασμάτων και χημικών, που ενδέχεται να αποφασίσουν τη μόνιμη μετεγκατάστασή τους σε χώρες με φθηνή ενέργεια όπως οι ΗΠΑ. Ηδη η παραγωγή πρωτογενούς αλουμινίου έχει μειωθεί στο ήμισυ στην Ε.Ε., περίπου κατά ένα εκατ. τόνους.
Σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε το Reuters, όλα ανεξαιρέτως τα εννέα χυτήρια ψευδαργύρου της Ε.Ε. έχουν είτε μειώσει είτε διακόψει εντελώς την παραγωγή τους. Οι ανάγκες σε αυτή τη βιομηχανική πρώτη ύλη καλύπτονται, έτσι, με εισαγωγές από την Κίνα, το Καζακστάν, την Τουρκία και τη Ρωσία. Και όπως επισημαίνει ο Κρις Χέρον, στέλεχος της ένωσης ευρωπαϊκών βιομηχανιών εντάσεως ενέργειας Eurometaux, η επαναλειτουργία ενός χυτηρίου αλουμινίου κοστίζει έως και 400 εκατ. ευρώ, γι’ αυτό και δεν φαίνεται πιθανό να επιχειρηθεί κάτι τέτοιο δεδομένου του αβέβαιου οικονομικού περιβάλλοντος.
Ο ίδιος τονίζει πως «αυτό που συμβαίνει συνήθως είναι ότι μια προσωρινή διακοπή στη λειτουργία ενός εργοστασίου τελικά το οδηγεί να κλείσει για πάντα». Αυτό σημαίνει πως η Ευρώπη κινδυνεύει από ελλείψεις βιομηχανικών μετάλλων και πρώτων υλών αναγκαίων για την παραγωγή ηλεκτροκίνητων οχημάτων, υποδομών για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και προϊόντα υψηλής τεχνολογίας.
Απαισιόδοξοι οι Γερμανοί επιχειρηματίες
Την ίδια στιγμή, οι γερμανικές επιχειρήσεις δεν ήταν ποτέ, ούτε καν στην κορύφωση της πανδημίας, τόσο απαισιόδοξες και τόσο ανήσυχες για τις πωλήσεις τους όσο τώρα, που έχουν να αντιμετωπίσουν την ενεργειακή κρίση και μια οικονομία στα πρόθυρα ύφεσης. Οι τελευταίες σχετικές δημοσκοπήσεις προδίδουν, έτσι, πως οι Γερμανοί επιχειρηματίες φοβούνται πλέον το χειρότερο. Σε ποσοστό 52% εκτιμούν πως τα πράγματα πρόκειται να χειροτερέψουν μέσα στους επόμενους 12 μήνες, όπως προκύπτει από δημοσκόπηση που διεξήγαγε η Ενωση Γερμανικών Βιομηχανικών Εμπορικών Επιμελητηρίων, γνωστή με τα αρχικά DIHK. Μόλις το 8% των ερωτηθέντων προσβλέπει σε βελτίωση της κατάστασης.
Οπως τονίζει ο Μάρτιν Βανσλέμπεν, επικεφαλής της DIHK, «είναι η χειρότερη εικόνα που έχει ποτέ αναδυθεί από αυτές τις δημοσκοπήσεις από το 1985, οπότε τις αρχίσαμε». Ο ίδιος σημειώνει ότι ακόμη και στη διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού και της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, «το ποσοστό των αισιόδοξων υπερέβαινε πάντα το 10%». Οπως υπογραμμίζει ο ίδιος, οι εκτιμήσεις των γερμανικών στελεχών κατατείνουν σε επικείμενη ύφεση με συρρίκνωση του γερμανικού ΑΕΠ κατά 3% μέσα στο επόμενο έτος. Η εικόνα από αναδύεται από τις εκτιμήσεις των Γερμανών βιομηχάνων είναι σαφώς πιο απαισιόδοξη από εκείνη της γερμανικής κυβέρνησης, που εκτιμά πως η οικονομική δραστηριότητα πρόκειται να μειωθεί κατά 0,4% μέσα στο 2023.
Προφανής αιτία είναι η μεγάλη εξάρτηση των γερμανικών βιομηχανιών από το φθηνό φυσικό αέριο που τους παρείχε μέχρι πριν από λίγους μήνες η Ρωσία και το μέγεθος του πλήγματος που έχουν υποστεί όταν η Μόσχα διέκοψε τις ροές του καυσίμου. Η δημοσκόπηση της DIHK φέρει το ποσοστό ρεκόρ του 82% των επιχειρήσεων που κατατάσσουν πλέον την ενέργεια και τις πρώτες ύλες στους κινδύνους που απειλούν τη δραστηριότητά τους. Η ενεργειακή κρίση έχει αναγκάσει τις βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας να μειώσουν την οικονομική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα μία στις τέσσερις χημικές βιομηχανίες και μία στις έξι αυτοκινητοβιομηχανίες να περιορίζουν την παραγωγή τους. Και την ίδια στιγμή, το 17% των γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών σκέπτεται να μεταφέρει την παραγωγή του σε άλλη χώρα, ενώ το 41% των γερμανικών επιχειρήσεων όλων των κλάδων χαρακτηρίζει την οικονομική του κατάσταση «δύσκολη». Το αντίστοιχο ποσοστό το περασμένο έτος ήταν 31%.
Νews ieidiseis και ειδήσεις για την Οικονομία Read More