Πριν αρχίσει ο μαρασμός των ενδότερων της ελληνικής επαρχίας, η Κοττάνη ήταν ένα ακόμα χωριό που έσφυζε από ζωή. Όμως οι καλλιέργειες καπνών του παρελθόντος έγιναν ασύμφορες από τη δεκαετία του 1970 κι έπειτα, με αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι κάτοικοι –ειδικά οι νεότεροι– να φύγουν μετανάστες, είτε για τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας μας (τη Θεσσαλονίκη, κυρίως, παρότι αρκετοί βρέθηκαν και στην Ξάνθη), είτε στο εξωτερικό, σε μέρη σαν την Ολλανδία ή τη Γερμανία.
Κάπως έτσι, η Κοττάνη απέμεινε ως ένα χωριό της Ξάνθης κοντά στα σύνορα Ελλάδας και Βουλγαρίας που μετρά πλέον μόλις 43 κατοίκους (σύμφωνα με την απογραφή του 2011), οι οποίοι τους χειμώνες είναι ακόμα λιγότεροι. Επί σειρά ετών, μάλιστα, τη θεωρούσαν ως το πιο απομονωμένο ανάμεσα στα Πομακοχώρια της περιοχής, κατάσταση που εξακολουθεί να είναι προβληματική και στις δικές μας ημέρες, ειδικά τους χειμώνες, οι οποίοι τείνουν να είναι δριμείς.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, κάτι δείχνει να αλλάζει στο μικρό χωριό που είναι χτισμένο σε υψόμετρο 295 μέτρων στους πρόποδες της Ροδόπης, κοντά στον ποταμό Κομψάτο, ο οποίος διατηρεί κάποια από τα νερά του και κατά τους ξηρούς, καλοκαιρινούς μήνες.
Ο μιναρές τονίζει τη μουσουλμανική ταυτότητα της Κοττάνης. Photo: Shutterstock
Γύρω από το χωριό υπάρχουν δάση με οξιές. Photo: Shutterstock
Ένας μικρός, παραδοσιακός οικισμός
Οι ρίζες της Κοττάνης (που θα τη συναντήσετε και με ένα «τ», ως Κοτάνη, μα θα την ακούσετε και ως «Τζουβάνσε», όπως λέγεται στα πομάκικα) χάνονται στον χρόνο, αλλά ο χαρακτηριστικός μιναρές στο κέντρο του χωριού –ο οποίος δεσπόζει επιβλητικά, δίπλα στο κτήριο του παλιού Δημοτικού Σχολείου– δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας για την ταυτότητά της: είναι ένα από τα μουσουλμανικά (σουνιτικά) χωριά της Θράκης, φτιαγμένο από την πληθυσμιακή ομάδα των Πομάκων, που σήμερα ζει σκορπισμένη σε Ελλάδα, Βουλγαρία και Βόρεια Μακεδονία (κατά κύριο λόγο).
Το πότε ιδρύθηκε παραμένει αδιευκρίνιστο, όμως η Κοττάνη διασώζει ορισμένα εμφανώς παλιά σπίτια, διώροφα, με κεραμίδια και περιποιημένες αυλές, τα οποία είναι σίγουρα 200, κατά πάσα πιθανότητα και 300 ετών. Χάρη στην παρουσία τους, λοιπόν, έχει κι επισήμως αναγνωριστεί ως «παραδοσιακός οικισμός», εντασσόμενος σε ειδικό πρόγραμμα ανάπλασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Interreg III / Phare CBC Ελλάδα-Βουλγαρία). Περιδιαβαίνοντας το χωριό, επίσης, θα δείτε και το παλιό του καφενείο. Δεν το λειτουργεί πια κανείς, ωστόσο η πόρτα παραμένει ανοιχτή για όποιον επισκέπτη αναζητήσει ένα ποτήρι νερό.
Από την Κοττάνη ξεκινούν οργανωμένες πεζοπορικές διαδρομές/Photo: Παναγιώτης Σαββίδης
Δειλινό από τα στενά της Κοττάνης/Photο: Παναγιώτης Σαββίδης
Ο λόφος στον οποίον είναι χτισμένη η Κοττάνη χαρίζει ωραία θέα, ενώ η κοντινή παρουσία του Κομψάτου συμβάλλει στο πράσινο της τριγύρω φύσης, την οποία χαρακτηρίζουν τα δάση με οξιές. Ο δε οικισμός, διατηρώντας πολλά από τα προαναφερόμενα παλιά σπίτια, κρατάει το αυθεντικό του χρώμα, σε αντίθεση με άλλα Πομακοχώρια, τα οποία έχουν χάσει με τον καιρό την παραδοσιακή τους αίσθηση. Επιπλέον, το περιβάλλον αυτό είναι προικισμένο με ορισμένες πολύ ξεχωριστές διαδρομές, που απευθύνονται σε έμπειρους πεζοπόρους καθώς έχουν τις ιδιομορφίες τους, όπως και τις απαιτήσεις τους.
Ξεκινώντας δηλαδή από το χωριό, μπορείτε να κατευθυνθείτε προς τους κοντινούς οικισμούς Λυκότοπο και Κούνδουρο ακολουθώντας ένα σαφώς χαραγμένο μονοπάτι, το οποίο παραμένει και μοναδικός τρόπος προσέγγισης σε αυτούς, αφού αυτοκίνητο δεν φτάνει ως εκεί –θα σας πάρει γύρω στις 3 ώρες. Υπάρχει βέβαια κι ακόμα πιο απαιτητική πορεία: από την Κοττάνη στον Κούνδουρο και στον Τσαλαπετεινό, από εκεί στο Καλότυχο, στον προαναφερόμενο Λυκότοπο κι έπειτα πίσω στην Κοττάνη (πρόκειται για κυκλική διαδρομή). Συνολικά θα διανύσετε 25 χιλιόμετρα, μέσα σε περίπου 10 ώρες, περνώντας δίπλα από την όμορφη κοιλάδα του ποταμού Κομψάτου.
Η ταβέρνα-μουσείο που αλλάζει το τουριστικό προφίλ της περιοχής
Η Κοττάνη παραμένει εκτός τουριστικού χάρτη και δεν διαθέτει καμία υποδομή φιλοξενίας για τους επισκέπτες της. Παρ’ όλα αυτά δείχνει να περνάει σε μια νέα εποχή αναγνωρισιμότητας κατά τα τελευταία χρόνια, γενόμενη ένας από τους πιο προβεβλημένους γαστρονομικούς προορισμούς της Θράκης. Κάτι που το οφείλει αποκλειστικά στη λεγόμενη «ταβέρνα του Τζεμίλ» (επισήμως «Ταβέρνα Κοττάνη»): μια ιδιότυπη ταβέρνα-μουσείο στην είσοδο του χωριού, ειδικευμένη στην παραδοσιακή κουζίνα των Πομάκων, την οποία τρέχουν ο Τζεμίλ Χαλίλογλου και η σύζυγός του Μουσγιέν.
Μπαίνοντας λοιπόν στο μαγαζί τους, το οποίο στεγάζεται σε μια δίπατη οικία 200 ετών, θα έχετε την ευκαιρία να ανεβείτε στον επάνω όροφο, που έχει διατηρηθεί όπως ακριβώς τον είχαν ο παππούς και η γιαγιά του ιδιοκτήτη, προσφέροντας έτσι την ευκαιρία να γνωρίσετε από πρώτο χέρι ένα παραδοσιακό πομάκικο σπίτι. Προσέξτε τα χειροποίητα χαλιά (από κατσικίσιο μαλλί), αλλά και τις τοπικές φορεσιές των γυναικών.
Εδώ, ωστόσο, ήρθατε κυρίως για τον κάτω όροφο, ο οποίος ανακαινίστηκε και μεταμορφώθηκε σε μια ταβέρνα με έντονη τη σφραγίδα της τοπικής παράδοσης, τόσο στη διακόσμησή της, όσο και στα πιάτα που σερβίρει. Ό,τι και να δοκιμάσετε είναι κορυφαίας ποιότητας, βασισμένο σε ντόπιες πρώτες ύλες, οπότε το τι θα βρείτε ερχόμενοι εξαρτάται και από την εποχή –τον χειμώνα, ας πούμε, δίνεται περισσότερη έμφαση στο τυχόν κυνήγι.
Με την κτηνοτροφία να κυριαρχεί στην περιοχή, το ντόπιο ψητό κρέας πρωταγωνιστεί στο μενού. Μάλιστα, εκεί εκτρέφεται μια μικρόσωμη, ιδιαίτερη ράτσα μοσχαριών, με νόστιμο κρέας, το οποίο είναι όμως σκληρότερο από όσο έχουμε συνηθίσει οι περισσότεροι (επειδή δεν αφήνεται να σιτέψει). Οπότε λάβετέ το υπόψη όσον αφορά το ψήσιμο που θα ζητήσετε, εάν θελήσετε να το δοκιμάσετε –το ίδιο ισχύει και για τα αρνιά και για τα κατσίκια. Οι σούβλες, εντωμεταξύ, λειτουργούν χάρη σε έναν νερόμυλο που αξιοποιεί τα τρεχούμενα ύδατα που περνούν από την περιοχή της ταβέρνας.
Ο Τζεμίλ και η Μουσγιέν με τις παραδοσιακές πομακικές πίτες τους/Photo: Παναγιώτης Σαββίδης
Πομακική πίτα κλιν με πατάτα, ρυζι, τυρι /Photo: Παναγιώτης Σαββίδης
Κατά τα λοιπά, εδώ θα βρείτε έναν θησαυρό τοπικών, μη κοινότοπων γεύσεων. Οι πατάτες και τα χορταρικά είναι όλα ντόπια, οπότε μη διστάσετε να δοκιμάσετε τα αγριοράδικα με τις βραστές πατάτες. Σίγουρα, επίσης, πρέπει να αφήσετε χώρο για τις φανταστικές πίτες της Μουσγιέν, π.χ. τη λεγόμενη «πάρενικ», με καλαμποκάλευρο, τυρί και καβουρμά ή την «κλιν» με πατάτα, τυρί και ρύζι. Επίσης, μυζήθρα σαγανάκι μαγειρεμένη σε αγελαδινό βούτυρο, ζουμερά κεμπάπ με εκπληκτικά μπαχάρια (λίγο καυτερά ίσως για κάποιους) και «πεκάν πατλατζάν» –μελιτζάνες ψημένες με τυρί.
Πώς θα πάτε στην Κοττάνη
Η φήμη που απολαμβάνει η ταβέρνα στην Ξάνθη είναι πλέον μεγάλη, οπότε μην ξεκινήσετε για την Κοττάνη δίχως να πάρετε ένα τηλέφωνο για κράτηση –αλλά και για να τσεκάρετε τις μέρες που είναι ανοιχτή, καθώς τον χειμώνα λειτουργεί Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή και αργίες, όπως και κατά τα μπαϊράμια των Μουσουλμάνων της Θράκης (Σεκέρ Μπαϊράμ και Κουρμπάν Μπαϊράμ). Μέχρι πρόσφατα, βέβαια, το χωριό αντιμετώπιζε μεγάλα προβλήματα σύνδεσης με τα δίκτυα τηλεφωνίας, τουλάχιστον ως τον Δεκέμβριο του 2018. Πλέον δεν θα δυσκολευτείτε να βρείτε τον Τζεμίλ στο 6945-009855, όμως τα προβλήματα δεν έχουν λυθεί εντελώς, με αποτέλεσμα να μην πιάνουν τα POS. Οπότε φροντίστε να έχετε μετρητά μαζί σας.
Στα 56 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Ξάνθης, η Κοττάνη θεωρούταν απροσπέλαστη στα παλιότερα χρόνια. Αυτό δεν ισχύει πια, ωστόσο η πρόσβαση παραμένει κάπως δύσκολη και γίνεται μάλλον αδύνατη όταν πέσει βαρύς χειμώνας –πράγμα όχι σπάνιο για τα δεδομένα της περιοχής.
Ξεκινώντας λοιπόν από την Ξάνθη, θα πάρετε τον δρόμο προς τη Σταυρούπολη (παλιά επαρχιακή οδός Ξάνθης-Δράμας, δηλαδή), στο 8ο χιλιόμετρο του οποίου θα συναντήσετε διασταύρωση: εκεί θα στρίψετε προς Σμίνθη και Εχίνο. Κατόπιν, φτάνοντας στον τελευταίο, ακολουθείτε τις πινακίδες προς Θέρμες. Αφού περάσετε τα ιαματικά λουτρά της θα βρεθείτε στο χωριό Μέδουσα.
Εδώ τελειώνει μεν η άσφαλτος, όμως το 1998 ανοίχτηκε χωματόδρομος 5 χιλιομέτρων προς την Κοττάνη, χάρη στον οποίον τερματίστηκε η παλιότερη απομόνωσή της (ως τότε η μετακίνηση ήταν δυνατή μόνο μουλάρια). Δεν είναι βέβαια σε άριστη κατάσταση (εξ ου και τα προβλήματα τον χειμώνα), οπότε χρειάζεται λίγη προσοχή στα πιο δύσκολα σημεία, ειδικά αν έρθετε με πολύ μικρά παιδιά, που ενδέχεται να ταλαιπωρηθούν. Συνολικά θα σας πάρει περίπου 1,5 ώρα για να φτάσετε εδώ.
Διαβάστε ακόμα:
Πομακοχώρια: Στον ανεξερεύνητο κόσμο της αυθεντικής Ελλάδας
Βιωσιμότητα στην ορεινή Ξάνθη -Μια παρέα γυναικών την κάνει πραγματικότητα
Πόρτο Λάγος: Το χωριό της Ξάνθης με τα φλαμίνγκο και το εντυπωσιακό, πλωτό μοναστήρι
The post Κοττάνη: Το Πομακοχώρι της Ξάνθης με το εκπληκτικό φαγητό appeared first on travel.gr.
Ταξιδιωτικές εμπειρίες | travel.gr Read More