Την κοινή βούληση για περαιτέρω ενίσχυση του ήδη εξαιρετικού επιπέδου των διμερών σχέσεων σε μία σειρά από τομείς εξέφρασαν κατά τη συνάντηση τους στην Αθήνα ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Καγκελάριος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας Όλαφ Σολτς.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, ο κ. Μητσοτάκης ενημέρωσε τον Γερμανό Καγκελάριο για τις θετικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας και για τις μεταρρυθμίσεις που έχει προωθήσει η κυβέρνηση, οι οποίες της έχουν επιτρέψει να συνδυάσει την ανάπτυξη με την πολιτική μείωσης των φόρων, χωρίς να υπονομεύει τη δημοσιονομική σταθερότητα. Μίλησε, ακόμη, για την ανοδική πορεία του ελληνικού τουρισμού και για την στρατηγική της χώρας μας να συντηρηθεί η σεζόν σε όλη τη διάρκεια του έτους.
Ακόμη οι δύο άνδρες συζήτησαν για τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά και την ανάγκη συντονισμού ενεργειών σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την στήριξή της.
Μητσοτάκης και Σολτς αντάλλαξαν απόψεις για τις επιπτώσεις της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία στις τιμές της ενέργειας και την ενεργειακή ασφάλεια και για την ανάγκη ευρωπαϊκών λύσεων για την ανακούφιση νοικοκυριών και επιχειρήσεων, με αφορμή και τις αποφάσεις του τελευταίου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ενημέρωσε τον κ. Σολτςγια τις υποδομές που αναπτύσσει η Ελλάδα, οι οποίες τη μετατρέπουν σε κρίσιμο κόμβο για την ενεργειακή ασφάλεια της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, αλλά και σε υπόδειγμα περιφερειακής συνεργασίας.
Ο Πρωθυπουργός ενημέρωσε τον κ. Σολτς για την επιθετική ρητορική και την προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας και επανέλαβε ότι η Ελλάδα τάσσεται παγίως υπέρ της διατήρησης ανοικτών διαύλων επικοινωνίας και της συνεννόησης, στη βάση, όμως, του Διεθνούς Δικαίου και των σχέσεων καλής γειτονίας.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ενημέρωσε ακόμη τον Καγκελάριο της Γερμανίας για τις τελευταίες εξελίξεις σε ό,τι αφορά τον άκυρο και ανυπόστατο χαρακτήρα του τουρκολιβυκού μνημονίου που υπονομεύει τη σταθερότητα και στην ασφάλεια στην Ανατολική Μεσόγειο.
Οι δύο ηγέτες συζήτησαν, επίσης, για τις τρέχουσες εξελίξεις στα Δυτικά Βαλκάνια και την ανάγκη προώθησης της ευρωπαϊκής πορείας των χωρών της περιοχής και μέσω της Διαδικασίας του Βερολίνου, στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής της οποίας θα συμμετάσχει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στις 3 Νοεμβρίου.
Τέλος, συζητήθηκε η ευρωπαϊκή πρόκληση του Μεταναστευτικού ζητήματος, το οποίο απαιτεί κοινή ευρωπαϊκή πολιτική και στήριξη των χωρών πρώτης γραμμής.
Τι είπαν μετά την κατ’ ιδίαν συνάντησή τους στο Μέγαρο Μαξίμου
Το πλήρες κείμενο των δηλώσεων προς τον Τύπο και των απαντήσεων σε ερωτήσεις δημοσιογράφων του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του Καγκελάριου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας Όλαφ Σολτς (Olaf Scholz), μετά την κατ’ ιδίαν συνάντησή τους στο Μέγαρο Μαξίμου έχει ως εξής:
Κυριάκος Μητσοτάκης
Αγαπητέ Καγκελάριε της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, φίλε Olaf
Η Αθήνα σε υποδέχεται σε ένα κλίμα που δεν θυμίζει σε τίποτα τη συννεφιασμένη Ελλάδα των μνημονίων. Θα έλεγα σε μια ατμόσφαιρα ακόμα καλύτερη από εκείνη της περσινής επίσκεψης της προκατόχου σας, της κας Merkel. Της τελευταίας με την παλιά της ιδιότητα που επίσης είχε γίνει πριν ακριβώς από ένα χρόνο, ίδιες μέρες.
Γιατί χάρη στις προσπάθειες πρωτίστως των Ελλήνων πολιτών αλλά και της Πολιτείας, σχεδόν όλα είναι πολύ διαφορετικά. Στην οικονομία, στην κοινωνία, στη διεθνή θέση της χώρας. H Ελλάδα σήμερα είναι, επιτέλους, εκτός ευρωπαϊκής εποπτείας με 11 θετικές αξιολογήσεις τα τελευταία τρία χρόνια. Εμφανίζει έναν από τους πιο δυναμικούς ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρώπη. Περιορίζοντας την ανεργία και προσβλέποντας σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2023.
Ταυτόχρονα, έχει εκτινάξει επενδύσεις και εξαγωγές. Κι όλα αυτά, ενώ μειώνει το δημόσιο χρέος, το οποίο φέτος θα πέσει στο 170% του ΑΕΠ. Κάτι που αποδεικνύει ότι η οικονομική πρόοδος μπορεί να συμβαδίζει με τη δημοσιονομική ισορροπία.
Σημειώνω, τέλος, ότι η συνολική αυτή αναβάθμιση συντελείται την ώρα που η πατρίδα μου παράλληλα αμύνεται. Τόσο απέναντι στην ενεργειακή ακρίβεια από τον πόλεμο στην Ουκρανία, όσο και στις εθνικές προκλήσεις που γεννάει η επιθετική συμπεριφορά των γειτόνων της.
Στο πρώτο μέτωπο, με ένα ευρύ πρόγραμμα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, κόντρα στις διεθνείς ανατιμήσεις. Στο δεύτερο μέτωπο, θωρακίζοντας την άμυνα και διευρύνοντας τις συμμαχίες της.
Για την αξιοπιστία που κατέκτησε η χώρα μας, άλλωστε, είμαστε υπερήφανοι όλοι οι Έλληνες. Είναι αυτή που αποδεικνύει, ότι η Ελλάδα σέβεται και αξιοποιεί παραγωγικά την ευρωπαϊκή αρωγή, όπως το πρόγραμμα του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF). Και όσο πιο αποτελεσματικά την αξιοποιεί, τόσο πιο πειστικά μπορεί στη συνέχεια να διεκδικήσει και νέους πόρους.
Είναι χαρά μου, λοιπόν, κύριε Καγκελάριε, που συνεργαζόμαστε από νέες θέσεις, για τους κοινούς στόχους της ηπείρου μας. Μακριά από ρόλους ισχυρού και αδύναμου ή πιστωτή και δανειζόμενου – ρόλοι του παρελθόντος.
Με την πατρίδα μου τώρα, να μην ζητά, απλά παθητικά, όπως έκανε εδώ και πολλά χρόνια. Αλλά να συζητά ισότιμα, δημιουργικά. Συμβάλλοντας, στη διάρκεια της πανδημίας, στο Ευρωπαϊκό Ψηφιακό Διαβατήριο, αλλά και στη συγκρότηση του Ταμείου Ανάκαμψης.
Και πρωταγωνιστώντας, τώρα, για μία ενιαία κοινοτική πολιτική στην Ενέργεια. Για την Ευρωπαϊκή Στρατηγική Αυτονομία. Αλλά και για την περαιτέρω εμβάθυνση της Δημοκρατίας στα κράτη-μέλη που πολιορκούνται ξανά από το λαϊκισμό και τη δημαγωγία.
Ζούμε, πράγματι, σε μια καινούργια εποχή. Με νέα στοιχήματα. Όμως είμαστε οπλισμένοι με πολύτιμες εμπειρίες. Ήδη η Ευρώπη -με τη Γερμανία σε έναν κομβικό ρόλο- συντονίζει τα βήματά της, ώστε να απαντήσει στις αρνητικές συνέπειες από τη ρωσική πολιτική στο φυσικό αέριο.
Και δεν θα μπορούσε, νομίζω, να υπάρξει καλύτερη απάντηση από αυτήν που είχε δώσει ο Willy Brandt όταν αναγορεύτηκε σε Επίτιμο Διδάκτορα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, το 1975. Τα λόγια του αντηχούν επίκαιρα όσο ποτέ.
Έλεγε τότε ο Willy Brandt, μετά την πετρελαϊκή κρίση του ’73: «Μερικοί νομίζουν ότι μπορούσαν να λύσουν μόνοι τα προβλήματα. Κάτι που διδάσκει με σαφήνεια ότι η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, όλο το έργο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, πρέπει να είναι σε θέση να επιζήσει, ακόμα και εν μέσω καταιγίδας».
Και κατέληγε με το συμπέρασμα ότι «έχει απόλυτη προτεραιότητα η ανάπτυξη μιας κοινής ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής».
Και προσυπογράφω κάθε λέξη αυτής της πολύτιμης παρακαταθήκης του μεγάλου Γερμανού και Ευρωπαίου ηγέτη. Και κανείς, πιστεύω, ότι δεν θα αμφισβητήσει την επίκαιρη ισχύ τους.
Όσο για τις διμερείς μας σχέσεις, αγαπητέ φίλε Olaf, μιλούν καλύτερα από όλα οι αυξημένες εμπορικές μας συναλλαγές. Η Γερμανία είναι από τους πρώτους επενδυτές στην πατρίδα μου. Είναι μια από τις κυριότερες αγορές για ελληνικά αγροτικά προϊόντα. Είναι μια από τις σημαντικότερες αγορές για τον ελληνικό τουρισμό.
Ενώ και στο πεδίο της Άμυνας, πρόσφατα εγκαινιάσαμε μια νέα μορφή κυκλικής ανταλλαγής, που εκσυγχρονίζει τον εξοπλισμό των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, στηρίζοντας ταυτόχρονα και την Ουκρανία.
Και βέβαια, να τονίσω τη συμμετοχή γερμανικών εταιρειών σε μεγάλα έργα. Ελλάδα και Γερμανία πρωτοστατούν στην πράσινη μετάβαση. Η Αστυπάλαια, για παράδειγμα, γίνεται από κοινού με σημαντική Γερμανική εταιρία, την Volkswagen, ένα νησί-πρότυπο της νέας εποχής. Αποτελεί ένα μόνο παράδειγμα του εύρους των συνεργασιών που μπορούν να δρομολογηθούν στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Όσο για τα κενά μεταξύ μας, υπάρχουν για να γεφυρώνονται. Για αυτό και δεν θα κρύψω ότι για την Αθήνα παραμένει ανοιχτό το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων. Ειδικά του Κατοχικού Δανείου. Η ρύθμισή του θα ήταν αμοιβαία επωφελής. Σε μια συγκυρία, μάλιστα, που η Ελληνογερμανική σύμπλευση απέναντι στις προκλήσεις των καιρών είναι ακλόνητη.
Με κορυφαία, ασφαλώς, τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία όπου διαπιστώσαμε για ακόμη μια φορά ότι οι απόψεις μας είναι ταυτόσημες. Το έχουμε συζητήσει πολλές φορές στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο: η Ευρώπη δεν μπορεί να ανεχτεί, ύστερα από 80 χρόνια, έναν νέο πόλεμο στην καρδιά της. Ούτε να επιτρέψει την επανάληψη ενός τετελεσμένου εισβολής και κατοχής, όπως αυτό που, δυστυχώς, ακόμα αιμορραγεί στην Κύπρο.
Το Διεθνές Δίκαιο και το απαραβίαστο των συνόρων πρέπει, συνεπώς, να αποκατασταθούν. Και η υπόθεση της Ουκρανίας να αναδειχθεί ως μία εθνική υπόθεση όλων των κρατών του πολιτισμένου κόσμου. Αλλά και ως μία συλλογική υποχρέωση απέναντι στις αξίες μας.
Για να συμβούν, ωστόσο, όλα αυτά, η Ευρωπαϊκή αντίδραση πρέπει να είναι διπλή: από τη μία πλευρά πρέπει να εντείνουμε τη συμπαράστασή μας προς τον αμυνόμενο και από την άλλη πρέπει -και το συζητήσαμε αυτό εκτενώς με τον κ. Καγκελάριο- να ακυρώσουμε τον σχεδιασμό της Μόσχας που αποζητά αστάθεια στις δυτικές κοινωνίες με μοχλό την ενεργειακή ακρίβεια και συγκεκριμένα τις τιμές του φυσικού αερίου.
Πώς; Θέτοντας όρια στις αγορές όταν αυτές αυτονομούνται. Και προστατεύοντας τους πολίτες από άδικα βάρη. Και νομίζω ότι έχουμε κάνει πολύ σημαντική πρόοδο στις συζητήσεις μας για μία κοινή Ευρωπαϊκή απάντηση σε κάτι το οποίο αποτελεί κοινή ευρωπαϊκή πρόκληση.
Τέλος, συζητήσαμε και τα θέματα που αφορούν τη γειτονιά μας, την ανατολική Μεσόγειο. Και επανέλαβα στον κ. Καγκελάριο αυτό που έχω πει πολλές φορές: ότι είναι πραγματικά κρίμα, ο κ. Erdogan να μην βλέπει ότι βαδίζει σε ένα αδιέξοδο, όταν δηλητηριάζει το λαό του με ψέματα κατά της Ελλάδος.
Γιατί οι γείτονές μας και όλοι οι εταίροι μας γνωρίζουν ότι τα Ελληνικά νησιά δεν απειλούν κανέναν. Όλοι γνωρίζουν ότι οι διεθνείς Συμβάσεις δεν αλλάζουν με αυθαίρετες ερμηνείες. Ούτε η Ιστορία με ψευδαισθήσεις, ούτε η γεωγραφία με παραχαραγμένους χάρτες.
Οι θέσεις μας είναι σαφείς. Στο μεταναστευτικό, η Ελλάδα φρουρεί και θα φρουρεί τα Εθνικά και Ευρωπαϊκά σύνορα. Αποκρούοντας τις εισβολές των δουλεμπόρων, σώζοντας κάθε μέρα ζωές στο Αιγαίο, προστατεύοντας τους κατατρεγμένους.
Και βέβαια, η θέση μας απέναντι στις απειλές, είναι και αυτή πολύ σαφής: αντιτάσσουμε στην προκλητικότητα τη διεθνή νομιμότητα. Το Διεθνές Δίκαιο, το Δίκαιο της Θάλασσας. Το μόνο εργαλείο το οποίο έχουμε στη διάθεσή μας για να λύσουμε τη διαφορά μας με την Τουρκία που δεν είναι άλλη από την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο.
Και είναι ζητήματα που επίσης συζητήσαμε, σε συνάρτηση και με αυτό το έγγραφο που κυκλοφορεί ως δήθεν «Τουρκολιβυκό Σύμφωνο». Και βέβαια, ενημέρωσα τον κ. Καγκελάριο για την ετοιμότητα της Ελλάδος να συμμετέχει πάντα και στη «Διαδικασία του Βερολίνου». Θέλουμε να έχουμε άποψη και λόγο για τις εξελίξεις στη Λιβύη.
Θέλω να κλείσω με μία ευχή. Η ευχή είναι, έστω και καθυστερημένα, οι γείτονές μας να επιλέξουν το δρόμο της αποκλιμάκωσης. Της νομιμότητας, της ειρηνικής συνύπαρξης. Χωρίς ρητορικές εξάρσεις, αλλά με δημιουργικές πράξεις.
Από πλευράς μου θα με βρουν πάντα έτοιμο να τείνω χείρα φιλίας. Δεν έχουμε περιθώρια για άλλες αχρείαστες εστίες έντασης. Έχουμε υποχρέωση να λύνουμε τις διαφορές μας ειρηνικά. Αυτό θέλουν οι λαοί μας. Αυτό θέλει ο ελληνικός, αυτό θέλει ο τουρκικός λαός, αυτό θέλει όλη η Ευρώπη. Σίγουρα αυτό θέλει η Αθήνα.
Αξιότιμε Καγκελάριε, ολοκληρώνοντας τις επαφές μας ειλικρινά νιώθω πολύ πιο αισιόδοξος. Νομίζω ότι το ίδιο μπορούν να αισθάνονται και όλοι οι Έλληνες και όλοι οι Γερμανοί.
Κάνουμε πολλά μαζί. Μπορούμε να κάνουμε πολλά περισσότερα. Με κατανόηση, με σεβασμό, με αλληλεγγύη, με τολμηρές κινήσεις συνεργασίας, γιατί όπως λέει και μία γερμανική παροιμία: «μοιρασμένη λύπη είναι μισή λύπη. Μοιρασμένη χαρά, είναι διπλή χαρά».
«Geteiltes Leid ist halbes Leid. Geteilte Freude ist doppelte Freude».
Και πάλι, καλώς ήρθατε στην Αθήνα, κ. Καγκελάριε.
Όλαφ Σολτς
Αγαπητέ Κυριάκο, αξιότιμες κυρίες και κύριοι,
Είναι μία μεγάλη χαρά για εμένα το ότι βρίσκομαι σήμερα στην Αθήνα και ευχαριστώ εγκαρδίως για τη φιλοξενία. Η Ελλάδα και η Γερμανία συνδέονται με μία μακρά και πολυκύμαντη ιστορία, όπως μας υπενθυμίζει και η αυριανή εορτή του «ΟΧΙ».
Σήμερα είμαστε στενοί εταίροι στην ΕΕ και σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ. Οι πολίτες των χωρών μας διατηρούν φιλικές σχέσεις, όπως φαίνεται πάντοτε με εντυπωσιακό τρόπο μετά από κάθε τουριστική περίοδο.
Την ημέρα την ξεκινήσαμε και οι δύο με μία επίσκεψη στην Ακρόπολη. Η επίσκεψη με εντυπωσίασε και ήταν για εμένα μία εξαιρετικά σημαντική στιγμή, καθώς στην κοινή μας ευρωπαϊκή ιστορία ανήκει και το ότι η Δημοκρατία εφαρμόστηκε εδώ για πρώτη φορά σε τόσο μεγάλο βαθμό, επηρέασε τις γλώσσες και την κοσμοθεωρία μας. Γι’ αυτό και είναι ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της Ευρώπης. Και είμαι πολύ ικανοποιημένος για το ότι βρισκόμαστε μαζί στην κοινή μας Ένωση.
Η αντιπροσωπεία μου και εγώ ήρθαμε σε μία νέα Ελλάδα. Παρά το γεγονός ότι όλοι στην Ευρώπη έχουμε πληγεί από τις τρέχουσες κρίσεις, είναι σαφές ότι οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις εδώ στην Ελλάδα απέδωσαν καρπούς, και η δυναμική της οικονομίας της χώρας είναι εμφανής.
Στο επίκεντρο των σημερινών μας διαβουλεύσεων βρέθηκαν οι μεγάλες προκλήσεις που έχουμε να αντιμετωπίσουμε στην Ευρώπη. Ακριβώς εξαιτίας αυτής της πρόκλησης είμαι ικανοποιημένος για το γεγονός ότι η συνεργασία ανάμεσα στις κυβερνήσεις μας είναι τόσο στενή και διέπεται από εμπιστοσύνη. Από τα θέματα που συζητήσαμε σήμερα, θα ήθελα να επισημάνω ιδιαιτέρως τρία.
Κατ’ αρχάς είναι η ρωσική επίθεση στην Ουκρανία. Γιατί πρόκειται για την αιτία πολλών δυσκολιών, με τις οποίες είμαστε υποχρεωμένοι αυτή τη στιγμή να παλέψουμε. Γερμανία και Ελλάδα είναι απολύτως σύμφωνες ότι εξαρτάται από τη Ρωσία το να σταματήσει αμέσως ο αδικαιολόγητος επιθετικός πόλεμος εναντίον της Ουκρανίας και να αποσύρει τα στρατεύματά της. Είμαι ευγνώμων για το γεγονός ότι είμαστε από κοινού σε θέση να εξοπλίζουμε τις ουκρανικές Ένοπλες Δυνάμεις με στρατιωτικό υλικό που είναι απολύτως απαραίτητο, μεταξύ αυτού και τεθωρακισμένα οχήματα, και μάλιστα κατά τρόπον ώστε το υλικό αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί άμεσα επιτόπου και χωρίς καμία άλλη καθυστέρηση.
Η ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη ήταν το δεύτερο μεγάλο θέμα το οποίο συζητήσαμε. Και αυτή είναι, φυσικά, άμεση συνέπεια της ρωσικής επίθεσης σε βάρος της Ουκρανίας. Και αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να λησμονούμε, όταν τώρα διαμαρτυρόμαστε για τις υψηλές τιμές στο φυσικό αέριο και το ηλεκτρικό ρεύμα. Ο στόχος μας θα πρέπει να είναι απολύτως σαφής: οι τιμές θα πρέπει να πέσουν. Και είμαστε σύμφωνοι ότι αυτή η κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνον αν επιδείξουμε αλληλεγγύη.
Την προηγούμενη εβδομάδα συζητήσαμε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο λεπτομερώς το ζήτημα και θεωρώ ότι λάβαμε πολύ έξυπνες, καλές αποφάσεις. Σχεδιάζουμε να αξιοποιήσουμε την κοινή μας δύναμη για να δημιουργήσουμε κοινοπραξίες που θα μπορούν να αγοράζουν από κοινού φυσικό αέριο. Αυτό θα οδηγήσει στη μείωση των τιμών. Θέλουμε να δημιουργήσουμε τις δυνατότητες, π.χ. σε σχέση με τις χωρητικότητες αποθήκευσης, ώστε να αποκτήσουμε από κοινού ένα κομμάτι. Και θέλουμε να συνεισφέρουμε, ώστε με τις αποφάσεις που ελήφθησαν σε σχέση με την αντιμετώπιση των πολύ υψηλών τιμών να απομακρύνουμε από την αγορά τις κερδοσκοπικές δυνάμεις. Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό.
Σημαντικό θα είναι, όταν θα κάνουμε αυτό και θα υποστηρίξουμε τους πολίτες μας, το να μην λησμονήσουμε να επιταχύνουμε την ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Αυτή θα είναι η βάση για το ασφαλές ενεργειακό μέλλον της Ευρώπης. Χτίζουμε τις υποδομές. Και η Ελλάδα τα πηγαίνει στο θέμα αυτό εξαιρετικά. Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα είναι π.χ. οι εισαγωγές φυσικού αερίου, όμως αναπτύσσουμε και τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.
Στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου εξετάσαμε και τα σημαντικά οικονομικά εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας με το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και με το πρόγραμμα REPowerEU. Πρόκειται για πολύ βοηθητικά προγράμματα, τα οποία ειδικά αυτήν την περίοδο είναι πολύ χρήσιμα και παρέχουν μεγάλα κεφάλαια για επενδύσεις στο μέλλον. Ο στόχος ακριβώς θα πρέπει να είναι το να γίνουμε ανεξάρτητοι από τις εισαγωγές Ενέργειας από τη Ρωσία, προκειμένου να μπορέσουμε να εγγυηθούμε μακροπρόθεσμα τις χαμηλές τιμές.
Φυσικά συζητήσαμε και για την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο. Ήδη εκφράστηκα για το ζήτημα αυτό σε σημερινή μου συνέντευξη και είπα ό,τι είναι απαραίτητο. Η Μεσόγειος είναι μια περιοχή γεμάτη δυνατότητες, ειδικά στον οικονομικό τομέα, και θα έπρεπε να είναι προς το συμφέρον όλων των γειτονικών χωρών στην περιοχή να εξαντλήσουν όλες τις δυνατότητες αυτές προς όφελος των λαών τους. Κατά τις συνομιλίες μας αποκόμισα την εντύπωση ότι η Ελλάδα είναι απολύτως διατεθειμένη να κάνει κάτι τέτοιο, και ως προς αυτό μπορεί και θα πρέπει κανείς να της επιδείξει εμπιστοσύνη.
Για παράδειγμα, οι σχέσεις καλής γειτονίας μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας δεν είναι σημαντικές μόνον για τις δύο χώρες, αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη και τη διατλαντική Συμμαχία.
Γι’ αυτό και διακατέχομαι από τη βεβαιότητα πως όλα τα ζητήματα που εγείρονται μπορούν και πρέπει να επιλύονται πάντοτε με διάλογο και επί τη βάσει του Διεθνούς Δικαίου.
Και τέλος -και επ’ αυτού συζητήσαμε και είναι σημαντικό για εμένα- μιλήσαμε πολύ σε σχέση και με τα συμβαίνοντα κατά τις τελευταίες εβδομάδες και μήνες για την περαιτέρω ανάπτυξη της ΕΕ. Πρόκειται για την Ουκρανία και την προοπτική που της διανοίξαμε, όπως και τη Μολδαβία και μακροπρόθεσμα και τη Γεωργία. Αλλά πρώτα απ’ όλα πρόκειται για την προοπτική των έξι βαλκανικών κρατών, τα οποία πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια έλαβαν, σε μία συνάντηση στη Θεσσαλονίκη, την υπόσχεση ότι είναι δυνατόν να γίνουν μέλη της ΕΕ. Πρέπει πλέον να προκύψει κάτι από την υπόσχεση αυτή. Και οι δύο μας αισθανόμαστε πολύ υποχρεωμένοι να προωθήσουμε αυτή τη διαδικασία. Κατά την άποψή μου, είναι ο σωστός δρόμος.
Ήταν πολύ καλές οι διαβουλεύσεις που είχαμε μέχρι τώρα. Είναι καλές οι σχέσεις μας, επί των οποίων μπορούμε να οικοδομήσουμε και τις οποίες θέλουμε να αναπτύξουμε περαιτέρω. Χαίρομαι για την καλή εξέλιξη της Ελλάδας. Και όσον αφορά τις προκλήσεις που είναι συνδεδεμένες με τον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας, θα τις αντιμετωπίσουμε από κοινού προς όφελος των πολιτών και των οικονομιών μας.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ – TheCaller Read More