Πρόκειται για τα υψηλότερα ποσοστά που έχουν καταγραφεί από όταν ξέσπασε η πανδημική κρίση και δείχνουν, αν μη τι άλλο, ότι η ενεργειακή και η πληθωριστική κρίση που ακολούθησαν –και είναι ακόμη σε εξέλιξη– απειλούν ίσως περισσότερο τη βιωσιμότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Ετσι, αν και ο δείκτης οικονομικού κλίματος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων βελτιώθηκε σημαντικά κατά το α΄ εξάμηνο του 2022, απόρροια της πλήρους επανόδου της οικονομικής δραστηριότητας, της αυξημένης τουριστικής κίνησης, αλλά και των μέτρων στήριξης των επιχειρήσεων, οι εκτιμήσεις για την υπόλοιπη χρονιά κάθε άλλο παρά αισιόδοξες είναι.
Εκτιμήσεις που δεν προκύπτουν από μια αόριστη απαισιοδοξία, αλλά από τη μειωμένη ρευστότητα των επιχειρήσεων, τη συσσώρευση οφειλών και την αύξηση των τιμών η οποία αναμένεται να προκαλέσει περαιτέρω μείωση της ζήτησης. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο δείκτης προσδοκιών διαμορφώνεται στις 48 μονάδες, στα επίπεδα δηλαδή του 2017, όταν η οικονομία βίωνε ακόμη τις επιπτώσεις της κρίσης χρέους και των capital controls.
Σύμφωνα με την εξαμηνιαία έρευνα οικονομικού κλίματος των ΜΜΕ που διενεργεί το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ), ο δείκτης οικονομικού κλίματος ενισχύθηκε περαιτέρω το α΄ εξάμηνο του 2022 και διαμορφώθηκε στις 54,3 μονάδες έναντι 46,3 μονάδων το α΄ εξάμηνο του 2021 και 52,4 μονάδων το β΄ εξάμηνο του 2021. Ωστόσο, ο δείκτης δεν προσέγγισε τα προ πανδημίας επίπεδα (66,6 μονάδες το β΄ εξάμηνο του 2019).
Η ανάκαμψη που καταγράφεται για το πρώτο εξάμηνο του 2022 επισκιάζεται από τα σοβαρά προβλήματα ρευστότητας που παρουσιάζουν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Συγκεκριμένα, το 52,7% δηλώνει ότι τα ταμειακά του διαθέσιμα μειώθηκαν ενώ πρόβλημα ρευστότητας έχει το 37%. Από αυτό το 37%, το 27,8% δηλώνει ότι δεν έχει καθόλου ταμειακά διαθέσιμα και ένα 9,2% ότι τα ταμειακά του διαθέσιμα επαρκούν για λιγότερο από έναν μήνα.
Την ίδια ώρα από την έρευνα προκύπτει ότι το 38,2% των ΜΜΕ έχει τουλάχιστον μία ληξιπρόθεσμη οφειλή. Ο βαθμός υπερχρέωσης διαφοροποιείται ανάλογα με τον κλάδο και το μέγεθος των επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις εστίασης φαίνεται πως με διαφορά αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα υπερχρέωσης, καθώς το 39,8% έχει 2 ή και περισσότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές. Ακολουθούν οι επιχειρήσεις χωρίς προσωπικό (33,5%) και οι επιχειρήσεις με ετήσιο κύκλο εργασιών έως 50.000 ευρώ (32,2%).
Βασική αιτία της μειωμένης ρευστότητας, πέραν της συσσώρευσης υποχρεώσεων και του μειωμένου τζίρου στη διάρκεια της πανδημίας, είναι πλέον η αύξηση του κόστους παραγωγής και λειτουργίας των επιχειρήσεων. Με βάση τις απαντήσεις των επιχειρήσεων το κόστος ενέργειας έχει αυξηθεί μεσοσταθμικά κατά 76%, το κόστος καυσίμων οχημάτων κατά 57,8%, το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων κατά 43,5%, το κόστος προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων κατά 26,2%. Το 59,2% έχει ήδη αυξήσει τις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών κατά το α΄ εξάμηνο του 2022, ενώ ένα 38,7% πρόκειται να αυξήσει τις τιμές κατά το δεύτερο εξάμηνο.
Πηγή Newsbomb.gr