Τον κώδωνα του κινδύνου για την ομαλή αποπληρωμή των στεγαστικών δανείων κρούει προς την κυβέρνηση η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), λόγω της αύξησης των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά και της μείωσης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.
Αναλυτικότερα, η ΤτΕ στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας προειδοποιεί ότι «η περαιτέρω ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος το προσεχές διάστημα αναμένεται να ασκήσει σταδιακά μεγαλύτερη επίδραση στο κόστος εξυπηρέτησης των δανείων προς τα νοικοκυριά, τα οποία σε σημαντικό ποσοστό έχουν κυμαινόμενο επιτόκιο».
Προειδοποίηση για νέα αύξηση στα κόκκινα δάνεια
Έτσι, η ΤτΕ προειδοποιεί για την προοπτική αύξησης των κόκκινων δανείων, αλλά εμμέσως πλην σαφώς και για το ενδεχόμενο σύσφιγξης των προοπτικών χρηματοδότησης από την πλευρά του τραπεζικού συστήματος.
Όπως αναφέρεται στην Έκθεση, η διατήρηση των επιτοκίων των στεγαστικών δανείων σε χαμηλό επίπεδο, τα τελευταία χρόνια διευκόλυνε τα νοικοκυριά να ανταποκριθούν στις δανειακές τους υποχρεώσεις και βοήθησε να αποφευχθούν αρνητικές επιδράσεις στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ωστόσο, από τον Ιούλιο του 2022 το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα των δανείων προς τα νοικοκυριά αυξήθηκε (Σεπτέμβριος 2022: 4,5%, Ιούνιος 2022: 3,9%) αντανακλώντας τη σταδιακή ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ. Η αύξηση αυτή ήταν πιο αισθητή στα μακροπρόθεσμα δάνεια. Ειδικότερα, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα στεγαστικών δανείων με διάρκεια άνω των πέντε ετών αυξήθηκε κατά 74 μονάδες βάσης (Σεπτέμβριος 2022: 2,7%, Ιούνιος 2022: 2%), ενώ στα στεγαστικά δάνεια με διάρκεια από ένα έως πέντε έτη αυξήθηκε κατά 25 μονάδες βάσης (Σεπτέμβριος 2022: 4,1%, Ιούνιος 2022: 3,9%).
Σύμφωνα πάντως με τα στοιχεία της ΤτΕ οι συνολικές εκταμιεύσεις δανείων με εξασφάλιση οικιστικά ακίνητα ανήλθαν σε 498,7 εκατ. ευρώ το α΄ εξάμηνο του 2022, αυξημένες κατά 60% σε σχέση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2021, και υπογράφηκαν 6.596 νέες δανειακές συμβάσεις. Υπενθυμίζεται βέβαια ότι οι εκταμιεύσεις στο πρώτο τρίμηνο του 2021 είχαν επηρεαστεί αρνητικά από το ξέσπασμα της πανδημίας και την αβεβαιότητα που αυτή προκάλεσε.
Παράλληλα, η αναζωπύρωση του πληθωρισμού (αύξηση του ΕνΔΤΚ κατά 12% το Σεπτέμβριο του 2022 σε σχέση με το Σεπτέμβριο του 2021) λόγω των σημαντικών αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας, των διατροφικών αγαθών και του μεταφορικού κόστους, αλλά και της συνακόλουθης διάχυσης των ανατιμήσεων στο σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών, ασκεί σημαντικές πιέσεις στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, ιδιαίτερα των ευάλωτων. Ειδικότερα το κόστος στέγασης παρουσίασε ιδιαίτερα υψηλό ετήσιο ρυθμό μεταβολής κατά 35,4% τον Σεπτέμβριο του 2022. Οι πιέσεις αυτές αναμένεται να συνεχιστούν τους πρώτους μήνες του 2023 και να μετριαστούν μόνο εν μέρει αφενός από τα δημοσιονομικά μέτρα για την άμβλυνση των επιπτώσεων του αυξημένου ενεργειακού κόστους και αφετέρου από τις αναμενόμενες αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις.
Η ΕΛΣΤΑΤ διαπιστώνει ότι το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε κατά 1,7% το β΄ τρίμηνο του 2022 έναντι του β΄ τριμήνου του 2021, ενώ το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε.
Η ΤτΕ καλεί για ενέργειες θωράκισης του τραπεζικού τομέα
«Η συνέχιση της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας προϋποθέτει ισχυρό τραπεζικό τομέα και το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα καλείται άμεσα να προσαρμοστεί στις συνθήκες που διαμορφώνονται», υπογραμμίζει η ΤτΕ, καλώντας σε ενέργειες για τη θωράκισή του, καθώς «η αβεβαιότητα ως προς την πορεία του πληθωρισμού και τις επιδράσεις από τη μεταβολή της νομισματικής πολιτικής με την άνοδο των επιτοκίων, οι προοπτικές για χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, ο κίνδυνος ενδεχόμενης απότομης ανατιμολόγησης των περιουσιακών στοιχείων και η εντεινόμενη γεωπολιτική και ενεργειακή κρίση δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού».
Οι προκλήσεις για το τραπεζικό σύστημα
Σύμφωνα με την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, οι προκλήσεις που διαμορφώνονται για το τραπεζικό σύστημα είναι:
1. Το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο παρά τη μείωση του αντίστοιχου δείκτη στο 10,1%, που έχει συντελεστεί με βάση τα στοιχεία του α΄ εξαμήνου, παραμένει ακόμη υψηλό και πολλαπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, που διαμορφώθηκε στο 1,8%. Με δεδομένη τη συνέχιση της ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής με την άνοδο των επιτοκίων, η επίδραση στο κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων και στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μπορεί να επηρεάσει και τη δυνατότητα εξυπηρέτησης χρέους και άρα δεν αποκλείεται, σε συνδυασμό με τις διαφαινόμενες χαμηλότερες προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης, να οδηγήσει στη δημιουργία νέων κόκκινων δανείων.
2. Η χαμηλή οργανική κερδοφορία, που επηρεάζεται αφενός από την απόσυρση των μέτρων της ΕΚΤ για την παροχή φθηνής ρευστότητας στις τράπεζες, αλλά και την αύξηση του κόστους δανεισμού τους για την έκδοση ομολόγων. Οπως υπογραμμίζει η ΤτΕ, η αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ βραχυπρόθεσμα θα ενισχύσει τα καθαρά έσοδα τόκων των τραπεζών, καθώς ένα πολύ μεγάλο μέρος των δανείων έχει συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο. Μεσοπρόθεσμα, όμως, η ενδεχόμενη επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, η αύξηση του κόστους παραγωγής και η μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των υφιστάμενων δανείων, θα ασκήσουν πιέσεις στη χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, συμπαρασύροντας σε αύξηση του κόστους του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών. Επιπλέον, τα έξοδα τόκων αναμένεται να επιβαρυνθούν από την αλλαγή των όρων και τη σταδιακή απόσυρση των έκτακτων μέτρων που είχε υιοθετήσει η ΕΚΤ για την αναχαίτιση των μέτρων της πανδημίας, όπως η άντληση φθηνής ρευστότητας μέσω του προγράμματος TLTRO, καθώς και από την ανάγκη κάλυψης των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων, των λεγόμενων MREL.
3. Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, η οποία, αν και ικανοποιητική στην παρούσα χρονική συγκυρία, θα επηρεαστεί βραχυπρόθεσμα από σειρά παραμέτρων. Μεταξύ αυτών είναι ο περιορισμός των δυνατοτήτων για εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου, το κόστος υλοποίησης της στρατηγικής για τη μείωση των υφιστάμενων κόκκινων και τον σχηματισμό επαρκών προβλέψεων για το μέλλον, η υλοποίηση ενεργειών που ενισχύουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια (π.χ. συνθετικές τιτλοποιήσεις) και το κόστος έκδοσης κεφαλαιακών μέσων, συμπεριλαμβανομένου του κόστους για την έκδοση ομολόγων και την εξέλιξη των νέων εκταμιεύσεων δανείων προς τα νοικοκυριά και τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις.
Τι γίνεται στην αγορά κατοικίας
Από την άλλη πλευρά ενθαρρυντικά είναι τα μηνύματα από την αγορά κατοικίας καθώς παρά την άνοδο των τιμών των τελευταίων ετών, απέχουν ακόμη σημαντικά από το ιστορικό υψηλό που είχε καταγραφεί πριν τη χρηματοπιστωτική κρίση. Με βάση τον δείκτη τιμών διαμερισμάτων που καταρτίζει η Τράπεζα της Ελλάδος για το σύνολο της χώρας, η υψηλότερη τιμή του δείκτη παρατηρήθηκε το έτος 2008 (101,7), στη συνέχεια ο δείκτης ακολούθησε σταθερά καθοδική πορεία και κατέγραψε τη χαμηλότερη τιμή του το 2017.
Σε κάθε περίπτωση οι προσδοκίες για την ελληνική αγορά ακινήτων παραμένουν θετικές. Βραχυπρόθεσμα, εκτιμάται ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον θα παραμείνει έντονο, ειδικά για συγκεκριμένες προνομιακές θέσεις στο λεκανοπέδιο της Αττικής και για περιοχές με τουριστικά χαρακτηριστικά, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των νοικοκυριών.
Νews ieidiseis και ειδήσεις για την Οικονομία Read More