«Η απόφαση του Eurogroup είναι θετική, με την έννοια ότι ελαφρύνει το ελληνικό χρέος, το οποίο όμως στη συγκεκριμένη συγκυρία δεν είναι το πιο μεγάλο πρόβλημα που έχουμε» επισήμανε ο ομότιμος καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου και πρώην υπουργός, Νίκος Χριστοδουλάκης, μιλώντας στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ και τον Γιώργο Κουβαρά.
Συγκεκριμένα, ερωτηθείς τι σημαίνει για την ελληνική Οικονομία η πρόσφατη απόφαση του Eurogroup, τόνισε μεταξύ άλλων:
«Η απόφαση του Eurogroup είναι θετική, με την έννοια ότι ελαφρύνει το ελληνικό χρέος, το οποίο όμως στη συγκεκριμένη συγκυρία δεν είναι το πιο μεγάλο πρόβλημα που έχουμε, δεδομένου ότι έχουν σταθεροποιηθεί οι πληρωμές για αρκετά ακόμα χρόνια. Βεβαίως, δεν πρέπει ποτέ να εφησυχάζουμε, αλλά εν πάση περιπτώσει, δεν πρόκειται να επέλθει μια δραματική αλλαγή σε αυτά. Πρέπει να έχουμε την προσοχή μας στις εξελίξεις, κυρίως στον τομέα της ανάπτυξης, της απασχόλησης και της παρέμβασης, την οποία θα πρέπει να κάνουν και οι ευρωπαϊκές αρχές, αλλά και η ελληνική κυβέρνηση στα επερχόμενα κύματα ακρίβειας, τους αιφνιδιασμούς και τα προβλήματα.
Για το αν υπάρχουν περιθώρια, με τις παρούσες συνθήκες, για παροχές, υπογράμμισε:
«Δεν είναι πάντα όλα τα κόμματα και δεν είναι πάντα με την ίδια ένταση. Εγώ θεωρώ ότι το έχουμε παρακάνει. Έχουμε περάσει σε μια διακεκαυμένη ζώνη παροχών τα τελευταία τρία χρόνια. Με αφορμή την πανδημία “ξεχύθηκαν οι κρουνοί του Δημοσίου”, δίνοντας χρήματα σε κάθε Έλληνα σε πάσα κατεύθυνση. Βεβαίως, πολλές από αυτές τις επιχορηγήσεις ήταν απαραίτητες, ιδιαίτερα στους εργαζόμενους για να τα βγάλουν πέρα με την κρίση, αλλά φυσικά και πάρα πολλές ήταν σκάρτες. Ήταν μη οφειλόμενες, εμφανιζόταν μικροεπιχειρήσεις, ασήμαντα μαγαζάκια, τα οποία ζητούσαν επιδότηση λες και ήταν ρεστοράν στο Κολωνάκι ή πανάκριβα καταστήματα.
Και όλα αυτά προκάλεσαν μια τρομερή δημοσιονομική αιμορραγία ύψους άνω των 45 δισ. ευρώ. Πράγμα το οποίο δυσκολεύει τώρα την ευχέρεια την οποία θα είχε διαφορετικά η κυβέρνηση να ενισχύσει πραγματικά αυτούς που είναι ευάλωτοι και έχουν όντως ανάγκη.
Επίσης, όταν κάνουμε αυτές τις παροχές, πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη μας ότι δεν είναι όλα όπως φαίνονται. Δεν είναι όλοι φτωχοί όπως φαίνονται όπως δηλώνουν, διότι ξέρουμε ότι υπάρχουν πάρα πολλοί φοροφυγάδες. Κλέβουν την εφορία και μετά πάνε και εισπράττουν τα επιδόματα. Και πρέπει να μπουν αυστηρά κριτήρια, όχι μόνο εισοδήματος που δεν φαίνεται -γιατί έτσι κι αλλιώς δεν κάνουν δηλώσεις- αλλά και πλούτου και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Και θα δείτε ότι τότε πάρα πολλοί θα απολυθούν αμέσως».
Για το τι λύση μπορεί να βρεθεί με το θέμα των κόκκινων δανείων, ανέφερε: «Θεωρώ ότι το πρόβλημα το έχει καθυστερήσει πάρα πολύ και επίσης έχει δώσει τα λάθος σήματα στο πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί. Διότι οι τράπεζες, κακά τα ψέματα, μάλλον υπό την επήρεια πολιτικών πιέσεων και κυβερνητικών υποδείξεων κατά καιρούς -από όλες τις κυβερνήσεις και από όλες τις παρατάξεις- έκαναν “τα στραβά μάτια”, θεωρώντας ότι το πέρασμα του χρόνου και μόνο θα επιλύσει, θα βελτιώσει το πρόβλημα, πράγμα το οποίο δεν συνέβη.
Έπειτα βρέθηκε αυτή η φόρμουλα με το να δίνουν τα καθυστερούμενα δάνεια και τα σπίτια σε funds -σε ξένα funds κυρίως- τα οποία μετά τα πωλούσαν πολύ συχνά με πολύ σκληρούς κοινωνικούς όρους και απαιτήσεις, πράγμα το οποίο δημιούργησε μια σειρά από “εκρήξεις”.
Εγώ θεωρώ ότι οι τράπεζες είχαν μεγαλύτερη ευχέρεια στο παρελθόν και έχουν και τώρα με απευθείας συνεννοήσεις και διαπραγματεύσεις επί ειλικρινούς βάσεως και επίσης διαχωρίζοντας αυτούς οι οποίοι είναι πραγματικά φτωχοί, ξέπεσαν από την κρίση και δεν μπορούν να ξεπληρώσουν ένα δυάρι, σε μια φτωχή συνοικία ,από αυτούς οι οποίοι είναι μεγάλοπιασμένοι, έχουν βγάλει τα λεφτά τους στο εξωτερικό, έχουν ακριβά σπίτια και θέλουν και αυτοί “να μπουν κάτω από το χαλί” της εκάστοτε επιείκειας στις εκάστοτε συνθήκες, για να μην πληρώσουν τις δόσεις τις οποίες χρωστάνε.
Αν δεν κάνουμε αυτό το βασικό διαχωρισμό, με ευθύτητα, με διαφάνεια και προπαντός με δημόσια πληροφόρηση, πιστεύω ότι θα σερνόμαστε για πολύ καιρό ακόμα γύρω από αυτό το ακανθώδες πλέον πρόβλημα που έχει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα».
Ως προς το τι θα γίνει με τις τιμές στην ενέργεια, είπε: «Θα υπάρχει μία έντονη μεταβλητότητα ανάλογα με τις εξελίξεις του πολέμου στην Ουκρανία και ανάλογα με τις διαθέσεις της Ρωσίας να προσέλθει στις διαπραγματεύσεις να οξύνει την κατάσταση. Θα έχουμε λοιπόν αρκετά τέτοια θέματα στο προσεχές μέλλον.
Πράγμα το οποίο αποτρέπει κάποιον να κάνει και σοβαρές και έγκυρες προβλέψεις για το τι μέλλει γενέσθαι. Πιστεύω λοιπόν ότι θα πρέπει να έχουμε ετοιμότητα ως προς δύο πράγματα: Το ένα θέμα είναι να έχουμε επαρκή εφόδια, πράγμα το οποίο όλη η Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά -ιδιαίτερα η Γερμανία όμως και μεγάλες χώρες- το είχαν αμελήσει κατά κόρον, με αποτέλεσμα αυτές να επιβαρύνουν πολύ τον ευρωπαϊκό εφοδιασμό.
Η Ελλάδα κάπως μπορεί “να τη βγάλει” με λιγότερες συνέπειες. Και το δεύτερο είναι ότι πρέπει να έχουμε μηχανισμούς παρέμβασης για να κάνουμε ανάσχεση στο κύμα πληθωρισμού. Και για να μην λέμε τώρα πολλά λόγια, θεωρώ ότι το πιο αποτελεσματικό όπλο σε αυτή την κατεύθυνση είναι ο ΦΠΑ, διότι ο ΦΠΑ, όπως και ο ειδικός φόρος καυσίμων, επεμβαίνει άμεσα στη διαμόρφωση της τιμής των καυσίμων.
Δεν θα χάσει έσοδα το ελληνικό Δημόσιο, διότι έτσι κι αλλιώς είναι αυξημένη τιμή, οπότε με το που χαμηλώνεις στο ΦΠΑ το έσοδο του ΦΠΑ θα είναι παρεμφερές με αυτό που ήταν πριν την κρίση. Και αυτό πιστεύω ότι θα ελαφρύνει ευρύτερα την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και θα μειώσει και την ανάγκη δημοσιονομικής περαιτέρω εκροής προς επιδόματα.
Για το αν η Ελλάδα να πάρει επενδυτική βαθμίδα εντός του 2023, υπογράμμισε:
«Εγώ θεωρώ ότι είναι σημαντικό να πάρει την επενδυτική βαθμίδα. Πιστεύω ότι πρέπει να την πάρει. Την αξίζει να την πάρει. Δεν είναι και τόσο φοβερό και τρομερό όμως. Γιατί; Διότι εμείς, ειδικά σε αυτή τη συγκυρία, με αποφάσεις οι οποίες έχουν ληφθεί προγενέστερα από το 2018, όταν ρυθμίστηκε το χρέος, έχουμε πληρωμές προς τις χώρες που τους οφείλουμε, οι οποίες είναι λίγο – πολύ σταθεροποιημένες σχεδόν για μια δεκαετία. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι μπορεί οι αγορές να μας βλέπουν λίγο στραβά ή λίγο πιο ίσια κάθε φορά, ανάλογα με το τι κάνουμε εσωτερικά. Αυτό όμως δεν έχει άμεση αντανάκλαση στο κόστος δανεισμού εδώ και τώρα και στις πληρωμές που κάνουμε.
Νομίζω ότι προέχει τη στιγμή αυτή να εντείνουμε τις προσπάθειες για προσέλκυση επενδύσεων και πάνω απ’ όλα απασχόληση, πραγματική απασχόληση. Να κοιτάξουμε να δυναμώσουμε τους χαμηλότερους μισθούς, διότι υπάρχουν άνθρωποι πάρα πολλοί, οι οποίοι υποφέρουν με την ακρίβεια».
Αναφορικά με το αν θα είναι υποψήφιος στις εκλογές, σημείωσε: «Δεν έχει γίνει καμία συζήτηση. Θεωρώ ότι είμαι στην πολιτική και με αυτά που λέω και με αυτά που γράφω. Κι αυτά όλα αυτά είναι μέρος μιας πολιτικής δραστηριότητας. Τώρα το πώς θα εξελιχθεί δεν γνωρίζω».
Πηγή: ΕΡΤ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ – TheCaller Read More