Τα Φώτα, μία από τις μεγαλύτερες γιορτές της Χριστιανοσύνης, γιορτάζονταν με λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια στην περιοχή του Δομοκού. Την Παραμονή των Φώτων ο ιερέας του χωριού επισκέπτονταν όλα τα σπίτια μαζί με το «παπαδάκι» που κρατούσε στο χέρι το «μπακρατσάκι» του γεμάτο αγιασμό, και ο παππάς με τον σταυρό και την «αγιαστούρα» του έδιωχνε τα καλικαντζαρούδια.
Τα ανθρωπόμορφα στοιχειά, τα «παγανά», άφηναν τις μέρες των Χριστουγέννων την μόνιμη εργασία τους, που ήταν το πριόνισμα του δέντρου της γης, κι έρχονταν στην επιφάνεια, τρύπωναν στις καμινάδες, τα ταβάνια και τα αμπάρια των σπιτιών, με σκοπό να σκανδαλίσουν τους ανθρώπους.
Τα Φώτα οι καλικάντζαροι θα εξαφανιστούν για να ξαναπριονίσουν, ώς τις 23 Δεκεμβρίου της επόμενης χρονιάς.
Το βράδυ της παραμονής των Φώτων μεγάλες παρέες αγοριών και μεγαλύτερων ανδρών, οι καλαντράδες, κρατώντας μεγάλα κουδούνια στα χέρια τα οποία χτυπούσαν συνεχώς, γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και έψαλλαν τα κάλαντα των Φώτων. Οι νοικοκυραίοι του χωριού τους φίλευαν χριστουγεννιάτικα εδέσματα τα οποία στο τέλος της βραδιάς γεύονταν όλοι μαζί στις ταβέρνες του χωριού τραγουδώντας και χορεύοντας.
Κάλαντα των Φώτων:
Σήμερα είν’ τα Φώτα και ο Φωτισμός
και χαρές μεγάλες και αγιασμός!
Σήμερα η κυρά μας η Παναγιά,
σπάργανα στα χέρια τίμια κρατεί
και τον Άη Γιάνη παρακαλεί:
Αϊ-Γιάννη Αφέντη και Πρόδρομε
δύνασαι βαφτίσεις θείον παιδί,
μες την κολυμπήθρα την αργυρή
που παιρνες νεράκι και νίβωσαν,
και χρυσό μαντλάκι σκουπίζωσαν!
Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ,
και τον Κύριόν μου παρακαλώ,
αύριο ν’ ανέβω στους ουρανούς,
για να ρίξω δρόσο και λίβανο,
ν’ αγιαστούν οι βρύσες και τά νερά,
ν’ αγιαστεί κι αφέντης με την Κερά!
Αφέντη μ’ αφεντούτσικε μ’, πέντε φορές αφέντη μ’,
Αφέντη μ’ στα σαράια σου χρυσά καντήλια φέγγουν,
Αν βάλεις λάδι μοναχό φέγγουν στην αφεντιά σου,
Αν βάλεις λάδι και κερί φέγγουν στην γειτονιά σου,
Κυρά μ’ ψιλή κυρά μ’ λιγνή κυρά μ’ καντηλαφρύδω,
Κυρά μ’ φάντα στολίζοσαν να πας ταχιά στα Φώτα,
Βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθη,
και του κοράκου το φτερό βάνεις καμαροφρύδι,
τον άμμο τον αμέτρητο βάνεις για δακτυλίδι,
και την οχιά την παρδαλή γιορντάνι στο λαιμό σου!
Κι όταν σε είδ’ η εκκλησιά απ’ άκρην σ’ άκρη εσείστη!
Παπάς σε είδ’ εσώπασε, διάκος δεν ελειτούργα,
κι εκειά τ’ αναγνωστόπουλα ’φήκαν τα συναξάρια!
-Ψάλλε παπά μ’ σαν έψαλλες διάκο σαν ελειτούργας,
κι εσείς αναγνωστόπουλα πέστε τα συναξάρια!
Κυρά μ’, τη θυγατέρα σου, κυρά μ’, την άκριβή σου,
την έλουσες, τη χτένισες, στα σύννεφα την κρύβεις!
Τα σύννεφα σκορπίσανε κι η κόρη λάμπει μέσα,
τη βλέπει ο γιος του βασιλιά, τη βλέπει ο γιος του ρήγα!
– Δε θέλω γιο του βασιλιά, δε θέλω γιο του ρήγα,
θέλω το παπαδόπουλο, που ναι το φυσικό μου,
οπού χει μύλους δώδεκα μ’ όλους τους μυλωνάδες,
οι πέντε αλέθουν με νερό κι οι έξι με το γάλα,
κι ο πρώτος ο καλύτερος αλέθει με το μέλι!
Κυρά μου, τον υγιόκα σου, κυρά μ’ τον ακριβό σου,
τον έλουζες, τον χτένιζες, στο δάσκαλο τον πάινες,
κι ο δάσκαλος τον έδερνε με δυο κλωνάρια μόσκο!
Άπλωσε αφέντη μ’, άπλωσε στην αργυρή σου τσέπη
κι αν εύρεις γρόσα δόσε τα, φλουριά μην τα λυπάσαι,
κι αν εύρεις και κατόφραγκα, κέρνα τα παλληκάρια,
κέρνα τ’ αφέντη μ’, κέρνα τα, να πιούνε στην υγειά σου,
και στην υγειά σου, αφέντη μου και στην καλή χρονιά σου!
Σ’ αυτό το σπίτι το ψηλό πέτρα να μην ραγίσει,
και ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρονιά να ζήσει!!!
Και του Χρόνου!
Πηγή Gaiaelliniki.gr