Δύο πολύ σημαντικά θέματα, διαφορετικά μεταξύ τους αλλά με κοινό υπόβαθρο τη λειτουργία των θεσμών, σημάδεψαν τις μέρες αυτές την επικαιρότητα. Δύο θέματα που αποκάλυψαν για μια ακόμη φορά τις πραγματικές προθέσεις και πρακτικές της Κυβέρνησης. Πρόκειται για την αντιμετώπιση της επιστολής Ράμμου και τη νομοθετική ρύθμιση της απαγόρευσης της Χρυσής Αυγής ή υποκατάστατού της να συμμετάσχει στις ερχόμενες εκλογές.
Για το πρώτο δεν αισθανθήκαμε καμιά έκπληξη, καθώς η γραμμή του Πρωθυπουργού είναι μέχρι τις εκλογές να υπάρχει σιωπητήριο σε ότι αφορά την τεράστια υπόθεση των υποκλοπών. Η πειθήνια και άβουλη Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας πήρε εντολή στην Επιτροπή Διαφάνειας της Βουλής να μην ακροασθεί καν τον επικεφαλής της ΑΔΑΕ. Το αιτιολογικό ήταν η καταστατική αρχή της λειτουργίας της Επιτροπής, ένα θέμα διαδικασίας τυπικής. Η απόφαση αυτή έρχεται ως φυσική συνέπεια της γνωμοδότησης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που στο όνομα της εφαρμογής του νόμου, συμβουλεύει την ΑΔΑΕ να μην ενημερώσει για τους ελέγχους πολιτικών προσώπων ή άλλων δημοσίων λειτουργών. Αυτό σημαίνει ότι ο Πρωθυπουργός αποφάσισε να πάει στις εκλογές με τον Νίκο Ανδρουλάκη κατηγορούμενο για λόγους… εθνικής ασφάλειας. Η δικαιολογία ότι η Δικαιοσύνη είναι αρμόδια, έρχεται να κονταροχτυπηθεί με την ετοιμότητα του κ. Ντογιάκου να φιμώσει τον κ. Ράμμο και την πλήρη ανετοιμότητα να «τρέξει» ως όφειλε τις ανοιχτές υποθέσεις των υποκλοπών στη δικαστική διερεύνηση. Σημειωτέον ότι αυτή η άρνηση στην Επιτροπή δε δικαιολογεί την αποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ που αποδυνάμωσε απαράδεκτα τη συζήτηση για τις υποκλοπές στα γραφεία του ΚΚΕ.
Το δεύτερο ζήτημα, αυτό της Χρυσής Αυγής, η ανάγκη να προστατευτεί η Δημοκρατία από την εκλογική νομιμοποίηση μιας εγκληματικής οργάνωσης, κοινά πανθομολογούμενη, κατάφερε να μετεξελιχθεί σε μια δημόσια αντιπαράθεση της Κυβέρνησης με τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι θλιβερό, ένα κορυφαίο ζήτημα που αφορά κυρίως το Εθνικό Κοινοβούλιο και τη λειτουργία του, να γίνεται «μπαλάκι» στο δημόσιο διάλογο και μάλιστα με τρόπο πολωτικό και απαράδεκτο. Η ευθύνη βαραίνει την Κυβέρνηση κυρίως, η οποία αντί να προετοιμάσει τη ρύθμιση με τη συμμετοχή των κομμάτων της Βουλής ώστε να διασφαλίσει εθνική ομοφωνία στην ανάγκη προστασίας της Δημοκρατίας, διάλεξε για μια ακόμη φορά να αγνοήσει τη μόνη προϋπόθεση που είναι η πανηγυρική και ομόφωνη απόφαση της Βουλής. Αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ, στο πλαίσιο της «αντιπολίτευσης για την αντιπολίτευση» που αποτελεί την πάγια στάση του, δεν έχασε την ευκαιρία να ανοίξει ένα ακόμη μέτωπο πόλωσης.
Ο Πρωθυπουργός είναι υπόλογος με τη στάση και την πρακτική του σε αμφότερες τις περιπτώσεις για τη χειραγώγηση των θεσμών και το τοξικό κλίμα που όχι μόνο εμπεδώνεται, αλλά διαρκώς οξύνεται στην πορεία προς τις εκλογές με την ευγενική συνδρομή του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.
Το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής και στα δύο αυτά σημαντικά για τη Δημοκρατία θέματα κράτησε την ενδεδειγμένη στάση. Πάντα από θέση αρχών και αξιών και πάντα θέτοντας πάνω από την κομματική σκοπιμότητα τη στάση δημοκρατικής ευθύνης. Είναι αδιανόητο να φθάσουμε στις εκλογές χωρίς οριστική και πλήρη απάντηση στα κορυφαία αυτά ζητήματα. Και είναι ακόμα πιο παράλογο να συζητούν για μετεκλογικές συνεργασίες όταν στο δρόμο προς τις εκλογές δυναμιτίζουν κάθε τέτοια δυνατότητα. Και ύστερα τους πειράζει… η τρίτη εντολή και η στάση του ΠΑΣΟΚ.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ Read More