Η κυβερνητική πρόταση για τους νεοναζί κινδυνεύει να αποδειχθεί «άσφαιρη», εκτιμά με συνέντευξή του στο iEidiseis o Αναπλ. Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ Ακρίτας Καϊδατζής, ενώ διαμηνύει πως η διάταξη είτε θα στοχεύει αποκλειστικά και με σαφήνεια στους νεοναζί είτε δεν πρέπει να υπάρξει.
Παράλληλα και αφού υπογραμμίζει πως το άρθρο 29 του Συντάγματος δεν προβλέπει διαδικασία απαγόρευσης πολιτικού κόμματος αναλύει τα προβλήματα που υπάρχουν και τα «παράθυρα» που τυχόν παραμένουν για την εκπροσώπηση ενός νεοναζιστικού κόμματος στη Βουλή.
«Αν ήταν ειλικρινής η κυβέρνηση, θα έπρεπε παράλληλα με τη νομοθετική πρωτοβουλία της να εγκαταλείψει και να αποκηρύξει κάθε ίχνος ρατσισμού, ξενοφοβίας, μισαλλοδοξίας και διακρίσεων από την πολιτική της. Δυστυχώς, από το μεταναστευτικό μέχρι την αντιμετώπιση των Ρομά από την αστυνομία όπως και πολλά άλλα φαίνεται πως απέχουμε πολύ απ’ αυτό. Το γεγονός, εξάλλου, ότι τη νομοθετική πρωτοβουλία για την αλλαγή του εκλογικού νόμου την έχει ο, προερχόμενος από την άκρα δεξιά, υπουργός των Εσωτερικών κάθε άλλο παρά διασκεδάζει την εύλογη καχυποψία μας», επισημαίνει με νόημα ο Ακρίτας Καϊδατζής.
Μπορεί να απαγορευτεί η λειτουργία πολιτικού κόμματος στη χώρα μας κ. καθηγητά;
Το άρθρο 29 του Συντάγματος δεν προβλέπει διαδικασία απαγόρευσης πολιτικού κόμματος. Επομένως διάλυση κόμματος με σφράγιση γραφείων, απαγόρευση λειτουργίας τοπικών οργανώσεων κλπ. δεν μπορεί να υπάρξει.
Πάντως η εμπειρία από άλλες χώρες που το Σύνταγμά τους προβλέπει διαδικασία απαγόρευσης, με πιο γνωστό παράδειγμα τη Γερμανία, είναι μάλλον αρνητική. Μια απαγόρευση είναι σχετικά εύκολο να παρακαμφθεί με την επανίδρυση του κόμματος με νέο όνομα. Και, ίσως το σημαντικότερο, οι απαγορεύσεις προκαλούν αντανακλαστικά συσπείρωσης, καθώς επιτρέπουν στους απαγορευθέντες να εμφανίζονται ως «αγωνιστές» που διώκονται από το «κατεστημένο». Ας θυμηθούμε ότι το πολιτικό Ισλάμ γιγαντώθηκε στην Τουρκία μετά από διαδοχικές απαγορεύσεις του κύριου κόμματος που το εξέφραζε.
Η κάθοδός του στις εκλογές;
Ο κύριος προορισμός ενός πολιτικού κόμματος είναι η συμμετοχή του στις εκλογές. Η απαγόρευση συμμετοχής ορισμένου κόμματος σε εκλογές θα μπορούσε να εκληφθεί ως έμμεση απαγόρευση της λειτουργίας του, που δεν επιτρέπεται από το Σύνταγμα.
Απόφαση κρατικού οργάνου που ορίζει ότι το Χ κόμμα παύει εφεξής να έχει δικαίωμα συμμετοχής σε εκλογές θα ήταν έτσι αντισυνταγματική. Αυτό που μπορεί να κάνει η εκλογική νομοθεσία είναι να θέσει στα κόμματα όρους και προϋποθέσεις για τη συμμετοχή τους στις εκλογές. Κάτι που σημαίνει πάντως ότι, αν ορισμένο κόμμα που αρχικά δεν πληροί τους όρους προσαρμοστεί, θα μπορέσει τελικά να συμμετάσχει στις εκλογές.
Νομικά, συνεπώς, τι μπορεί να γίνει;
Όχι πολλά πράγματα. Κάτι που συνειδητοποίησε με οδυνηρό τρόπο η κυβέρνηση. Τον Ιούνιο του 2021 η βουλή ψήφισε μια τροπολογία της κυβέρνησης που απαγορεύει τη συμμετοχή σε εκλογές σε κόμματα που ηγετικά στελέχη τους έχουν καταδικαστεί για μια σειρά σοβαρά εγκλήματα, μεταξύ των οποίων και αυτά για τα οποία καταδικάστηκαν τα στελέχη της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής. Όμως αυτό επιτρέπει στους καταδικασθέντες να παραιτηθούν από ηγετικές θέσεις και να παραμείνουν απλά μέλη του κόμματος, προκειμένου να παρακάμψουν την απαγόρευση. Τώρα που το αντιλήφθηκαν αυτό στην κυβέρνηση, παραπάνω από ενάμιση χρόνο μετά, φέρνουν εσπευσμένα νέα τροπολογία, που ακόμα δεν την είδαμε επισήμως, αλλά ένα ανεπίσημο σχέδιό της έχει δοθεί στη δημοσιότητα. Φοβάμαι ότι όπως η προηγούμενη έτσι και αυτή η πρωτοβουλία είναι νομοτεχνικά αδύναμη και θα αποδειχθεί ατελέσφορη.
Πέρα από τα ζητήματα αρχής, το κύριο πρόβλημά της είναι πρακτικό. Αναθέτει στον Άρειο Πάγο να εκφέρει μέσα σε δυο μέρες μια δυσχερέστερη νομική κρίση, χωρίς να του δίνει σαφείς κατευθύνσεις για το πώς θα καταλήξει σ’ αυτήν. Κανένα δικαστήριο που σέβεται τον εαυτό του δεν θα κατέληγε σε απαγόρευση βάσει μιας τόσο ευρείας και γι’ αυτό τόσο ασαφούς διάταξης. Η κυβερνητική πρόταση, με άλλα λόγια, κινδυνεύει να αποδειχθεί «άσφαιρη».
Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι μάταιη κάθε προσπάθεια. Σημαίνει όμως ότι η όποια πρωτοβουλία πρέπει να είναι απολύτως ειλικρινής και απολύτως σαφής και στοχευμένη. Τί εννοώ; Το πολύ συγκεκριμένο πρόβλημα που έχουμε μπροστά μας είναι ότι τουλάχιστον ένας και πιθανώς περισσότεροι καταδικασμένοι νεοναζί μέλη εγκληματικής οργάνωσης σκοπεύουν να ηγηθούν ή να συμμετάσχουν σε εκλογικά σχήματα, προκειμένου να διεκδικήσουν την επάνοδό τους στη βουλή. Η στάση μας απέναντι σ’ αυτό το ενδεχόμενο πρέπει να είναι απόλυτη και απερίφραστη. Η θέση των νεοναζί εγκληματιών είναι στη φυλακή και μόνο. Όχι στη βουλή, όχι στο δημόσιο βίο (πρόσβαση στον οποίο, ωστόσο, προσφέρει αφειδώς η κυβέρνηση με τα σκανδαλώδη προνόμια που ανέχεται στον φυλακισμένο Κασιδιάρη). Αν υπάρξει λοιπόν νομοθετική πρωτοβουλία, αυτή θα πρέπει να είναι απολύτως ξεκάθαρη και ειδικά στοχευμένη. Να αποκλείει από τις εκλογές κόμματα που έχουν στους συνδυασμούς τους νεοναζί εγκληματίες. Τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο.
Αυτό σημαίνει πάντως δυο πράγματα, που είναι και το όριο κάθε νομοθετικής πρωτοβουλίας. Πρώτον, ότι ορισμένο κόμμα θα μπορέσει τελικά να συμμετάσχει στις εκλογές, αν αποπέμψει τους νεοναζί εγκληματίες. Και, δεύτερον, ότι οι τελευταίοι, όσο η καταδίκη τους δεν γίνεται αμετάκλητη, θα έχουν σε κάθε περίπτωση τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στις εκλογές ως μεμονωμένοι υποψήφιοι, δεδομένου ότι το άρθρο 51 παρ. 3 του Συντάγματος δεν επιτρέπει στέρηση του εκλογικού δικαιώματος παρά μόνο ως συνέπεια αμετάκλητης καταδίκης.
Κάποιοι, πάντως, με αφορμή την αντίδραση της πολιτείας στα ναζιστικά μορφώματα, επαναφέρουν τη θεωρία «των δυο άκρων». Πώς αντιμετωπίζετε;
Το μείζον πρόβλημα της κυβερνητικής πρότασης είναι ότι η φαινομενική ουδετερότητά της την καθιστά απολύτως ασαφή και γι’ αυτό απαράδεκτα ευρεία. Πουθενά στην πρόταση δεν αναφέρεται ούτε καν υπονοείται ότι σκοπός της είναι ο αποκλεισμός των νεοναζί εγκληματιών. Αυτή η «δημιουργική ασάφεια» επιτρέπει στους θιασώτες της ανιστόρητης θεωρίας των δύο άκρων να αναπολούν απαγορεύσεις του παρελθόντος.
Είπα πιο πριν ότι κανένα δικαστήριο που σέβεται τον εαυτό του δεν θα εφαρμόσει μια τόσο ασαφή διάταξη. Ισχύει και αντιστρόφως. Ένα δικαστήριο που δεν σέβεται τον εαυτό του θα βρει σε μια τέτοια διάταξη την ευκαιρία για «ελαστικές» (παρ)ερμηνείες και για υπερβάλλοντα ζήλο στην εφαρμογή της. Και, λυπάμαι που το λέω, μετά την πρόσφατη διαβόητη εισαγγελική γνωμοδότηση, δεν μπορούμε να είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι η ελληνική δικαστική εξουσία σέβεται πάντοτε, χωρίς καμία εξαίρεση, την αποστολή και την ανεξαρτησία της.
Συνεπώς: η διάταξη είτε θα στοχεύει αποκλειστικά και με σαφήνεια τους νεοναζί εγκληματίες είτε δεν πρέπει να υπάρξει.
Μπορεί να επιζητείται νομική φόρμουλα αντιμετώπισης του Κασιδιάρη και ταυτόχρονα να υιοθετεί ακροδεξιές απόψεις, πχ για το ρατσιστικό;
Αλλαγή του εκλογικού νόμου λίγο πριν από εκλογές είναι χυδαίος πλειοψηφισμός και ένδειξη κυβερνητικού αυταρχισμού. Γιατί επιτρέπει την αλλαγή των κανόνων του παιχνιδιού στο παρά πέντε για την εξυπηρέτηση εκλογικών σκοπιμοτήτων της κυβερνώσας πλειοψηφίας ανάλογα με τη συγκυρία. Μια τέτοια αλλαγή μπορεί να έχει νομιμοποίηση μόνο αν είναι κρυστάλλινος και ειλικρινής ο επιδιωκόμενος σκοπός της.
Αν σκοπός της κυβέρνησης ήταν πράγματι να αποκλείσει τους νεοναζί εγκληματίες από τις εκλογές, τότε αυτό θα έπρεπε να προκύπτει απερίφραστα από την ίδια τη διάταξη που φέρνει και όχι η πρόταση της να κλείνει το μάτι στον «ισαποστακισμό» της θεωρίας των δύο άκρων.
Κυρίως όμως, αν ήταν ειλικρινής η κυβέρνηση, θα έπρεπε παράλληλα με τη νομοθετική πρωτοβουλία της να εγκαταλείψει και να αποκηρύξει κάθε ίχνος ρατσισμού, ξενοφοβίας, μισαλλοδοξίας και διακρίσεων από την πολιτική της. Δυστυχώς, από το μεταναστευτικό μέχρι την αντιμετώπιση των Ρομά από την αστυνομία όπως και πολλά άλλα φαίνεται πως απέχουμε πολύ απ’ αυτό. Το γεγονός, εξάλλου, ότι τη νομοθετική πρωτοβουλία για την αλλαγή του εκλογικού νόμου την έχει ο, προερχόμενος από την άκρα δεξιά, υπουργός των Εσωτερικών κάθε άλλο παρά διασκεδάζει την εύλογη καχυποψία μας.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ Read More