Οι εκατοντάχρονοι αποτελούν την ταχύτερα αυξανόμενη δημογραφική ομάδα του παγκόσμιου πληθυσμού, με τον αριθμό τους να διπλασιάζεται περίπου κάθε δέκα χρόνια από τη δεκαετία του 1970. Ωστόσο, η κατανόηση των μυστικών πίσω από την μακροζωία δεν είναι εύκολη. Περιλαμβάνει την «αποκωδικοποίηση» της πολύπλοκης αλληλεπίδρασης της γενετικής προδιάθεσης και των παραγόντων του τρόπου ζωής καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου.
Τα τελευταία χρόνια οι επιστήμονες μελετούν μη αιωνόβιους, δηλαδή ανθρώπους που διανύουν την ένατη δεκαετία και εκατοντάχρονους, καθώς μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε πώς να ζούμε περισσότερο και πώς να γερνάμε καλύτερα. Μέχρι στιγμής, οι μελέτες για τους εκατοντάχρονους ήταν συχνά μικρής κλίμακας και επικεντρώνονταν σε μια επιλεγμένη ομάδα, αποκλείοντας για παράδειγμα τους εκατοντάχρονους που ζουν σε οίκους ευγηρίας. Τώρα, μια πρόσφατη μελέτη που πραγματοποιήθηκε στη Σουηδία εντόπισε κοινούς βιοδείκτες, συμπεριλαμβανομένων των επιπέδων χοληστερόλης και γλυκόζης, σε ανθρώπους που ζουν μετά τα 90.
Ένα τεράστιο σύνολο δεδομένων
Η νέα μελέτη είναι η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα που συγκρίνει προφίλ βιοδεικτών οι οποίοι μετρήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής αιωνόβιων και άλλων με μικρότερη διάρκεια ζωής. Οι ερευνητές συνέκριναν τα προφίλ των βιοδεικτών των ανθρώπων που έφτασαν τα 100 έτη και άλλων με μικρότερη διάρκεια ζωής και διερεύνησαν τη σχέση μεταξύ των προφίλ και της πιθανότητας να γίνουν εκατοντάχρονοι.
«Η μελέτη μας περιλάμβανε δεδομένα από 44.000 Σουηδούς που υποβλήθηκαν σε αξιολογήσεις υγείας σε ηλικίες 64 έως 99 ετών – ήταν δείγμα της λεγόμενης κοόρτης Amoris. Στη συνέχεια, οι συμμετέχοντες αυτοί παρακολουθήθηκαν μέσω των δεδομένων των σουηδικών μητρώων για έως και 35 χρόνια. Από αυτά τα άτομα, 1.224, ή το 2,7%, έζησαν μέχρι τα 100. Η συντριπτική πλειονότητα (85%) των εκατοντάρηδων ήταν γυναίκες», εξηγεί η Κάριν Μόντιγκ επιδημιολόγος στο Ινστιτούτο Karolinska.
Στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν δώδεκα βιοδείκτες με βάση το αίμα που σχετίζονται με τη φλεγμονή, το μεταβολισμό, τη λειτουργία του ήπατος και των νεφρών, καθώς και με πιθανό υποσιτισμό και αναιμία. Όλα αυτά έχουν συσχετιστεί με τη γήρανση ή τη θνησιμότητα σε προηγούμενες μελέτες.
Ο βιοδείκτης που σχετιζόταν με τη φλεγμονή ήταν το ουρικό οξύ – ένα προϊόν αποβλήτων στο σώμα που προκαλείται από την πέψη ορισμένων τροφών. Η ερευνητική ομάδα εξέτασε επίσης δείκτες που σχετίζονται με τη μεταβολική κατάσταση και λειτουργία, συμπεριλαμβανομένης της ολικής χοληστερόλης και της γλυκόζης, καθώς και αυτούς που σχετίζονται με τη λειτουργία του ήπατος, όπως η αμινοτρανσφεράση της αλανίνης (Alat), η ασπαρτική αμινοτρανσφεράση (Asat), η λευκωματίνη, η γ-γλουταμυλοτρανσφεράση (GGT), η αλκαλική φωσφατάση (Alp) και η γαλακτική αφυδρογονάση (LD).
Εξετάσαν επίσης την κρεατινίνη, η οποία συνδέεται με τη νεφρική λειτουργία, και τον σίδηρο και την ολική σιδηροδεσμευτική ικανότητα (TIBC), η οποία συνδέεται με την αναιμία. Τέλος, ερεύνησαν τη λευκωματίνη, έναν βιοδείκτη που σχετίζεται με τη διατροφή.
Ευρήματα
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι, στο σύνολό τους, όσοι έφτασαν μέχρι τα 100 έτειναν να έχουν χαμηλότερα επίπεδα γλυκόζης, κρεατινίνης και ουρικού οξέος από τα 60 τους χρόνια και μετά. Αν και οι διάμεσες τιμές δεν διέφεραν σημαντικά μεταξύ των εκατοντάχρονων και των υπόλοιπων για τους περισσότερους βιοδείκτες, οι εκατοντάχρονοι σπάνια εμφάνιζαν εξαιρετικά υψηλές ή χαμηλές τιμές. Για παράδειγμα, πολύ λίγοι από τους εκατοντάρηδες είχαν επίπεδα γλυκόζης άνω του 6,5 νωρίτερα στη ζωή τους ή επίπεδα κρεατινίνης άνω του 125.
Για πολλούς από τους βιοδείκτες, τόσο οι αιωνόβιοι όσο και οι μη αιωνόβιοι είχαν τιμές εκτός του εύρους που θεωρείται φυσιολογικό σύμφωνα με τις κλινικές κατευθυντήριες γραμμές. Αυτό πιθανώς οφείλεται στο γεγονός ότι οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές έχουν καθοριστεί με βάση έναν νεότερο και υγιέστερο πληθυσμό.
«Όταν διερευνήσαμε ποιοι βιοδείκτες συνδέονται με την πιθανότητα να φτάσει κανείς τα 100, διαπιστώσαμε ότι όλοι εκτός από δύο – η αμινοτρανσφεράση της αλανίνης και η αλβουμίνη – από τους 12 βιοδείκτες έδειξαν σχέση με την πιθανότητα να φτάσει κανείς τα 100. Αυτό συνέβη ακόμη και μετά τη συνεκτίμηση της ηλικίας, του φύλου και της επιβάρυνσης από ασθένειες.
Τα άτομα που ανήκαν στην ομάδα με τα χαμηλότερα επίπεδα ολικής χοληστερόλης και σιδήρου είχαν μικρότερη πιθανότητα να φτάσουν τα 100 έτη σε σύγκριση με τα άτομα με υψηλότερα επίπεδα. Εν τω μεταξύ, τα άτομα με υψηλότερα επίπεδα γλυκόζης, κρεατινίνης, ουρικού οξέος και δεικτών για την ηπατική λειτουργία, είχαν μικρότερη πιθανότητα να γίνουν εκατοντάχρονοι. Σε απόλυτους όρους, οι διαφορές ήταν μάλλον μικρές για ορισμένους από τους βιοδείκτες, ενώ για άλλους οι διαφορές ήταν κάπως πιο σημαντικές.
Για το ουρικό οξύ, για παράδειγμα, η απόλυτη διαφορά ήταν 2,5 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι στην ομάδα με τα χαμηλότερα επίπεδα ουρικού οξέος είχαν 4% πιθανότητα να γίνουν 100 ετών, ενώ στην ομάδα με τα υψηλότερα επίπεδα ουρικού οξέος μόνο το 1,5% έφτασε στην ηλικία των 100 ετών.
Ακόμη και αν οι διαφορές που ανακαλύψαν οι ερευνητές ήταν συνολικά μάλλον μικρές, υποδηλώνουν μια πιθανή σχέση μεταξύ της μεταβολικής υγείας, της διατροφής και της μακροζωίας. Η μελέτη, ωστόσο, δεν επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με το ποιοι παράγοντες του τρόπου ζωής ή ποια γονίδια ευθύνονται για τις τιμές των βιοδεικτών. Ωστόσο, είναι λογικό να πιστεύουμε ότι παράγοντες όπως η διατροφή και η κατανάλωση αλκοόλ παίζουν ρόλο. Οι ερευνητές συστήνουν πάντως την παρακολούθηση των τιμών των νεφρών, του ήπατος, της γλυκόζης και του ουρικού οξέος. Επιπλέον, η τύχη πιθανότατα παίζει κάποιο ρόλο. Ωστόσο, το γεγονός ότι οι διαφορές στους βιοδείκτες θα μπορούσαν να παρατηρηθούν έγκαιρα υποδηλώνει ότι τα γονίδια και ο τρόπος ζωής μπορεί επίσης να παίζουν ρόλο.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «GeroScience».
ΠΗΓΗ: Live Science
www.ertnews.gr