Ερευνητές ανέπτυξαν μια γρήγορη και απλή εξέταση αίματος η οποία σε συνδυασμό με τα υπάρχοντα εργαλεία, βελτίωσε τη διάγνωση της διπολικής διαταραχής (ΔΔ), μια ψυχική νόσος που χαρακτηρίζεται από δραματικές αλλαγές στη διάθεση, την ενεργητικότητα και την ικανότητα ενός ατόμου να πραγματοποιεί τις καθημερινές του δραστηριότητες. Η εξέταση θα μπορούσε να επιβεβαιώσει ότι τα άτομα που πάσχουν από τη νόσο λαμβάνουν τη σωστή θεραπεία, αλλά και να εντοπίσει πιθανούς φαρμακευτικούς στόχους.
Η διπολική διαταραχή συχνά διαγιγνώσκεται λανθασμένα ως μείζων καταθλιπτική διαταραχή (ΜΚΔ), καθώς οι ασθενείς τείνουν να αναζητούν ιατρική βοήθεια κατά τη διάρκεια καταθλιπτικών περιόδων και όχι μανιακών επεισοδίων. Είναι σημαντικό να γίνεται ακριβής διάγνωση, καθώς κάθε πάθηση απαιτεί διαφορετικές φαρμακολογικές θεραπείες.
Για την ακριβέστερη διάγνωση της συγκεκριμένης διαταραχής, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ ανέπτυξαν μια εξέταση αίματος για βιοδείκτες της πάθησης, το οποίο θα μπορούσε να συμπληρώσει τα υπάρχοντα διαγνωστικά εργαλεία.
«Τα άτομα με διπολική διαταραχή βιώνουν περιόδους χαμηλής διάθεσης και περιόδους ανεβασμένης διάθεσης ή μανίας», εξήγησε ο Γιακούμπ Τόμασικ, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.
«Όμως οι ασθενείς συχνά επισκέπτονται τον γιατρό τους μόνο όταν βιώνουν χαμηλή διάθεση, γι’ αυτό και η διπολική διαταραχή συχνά διαγιγνώσκεται λανθασμένα ως μείζων καταθλιπτική διαταραχή», πρόσθεσε.
Τα δείγματα και τα δεδομένα των συμμετεχόντων στη μελέτη ελήφθησαν από τη βρετανική μελέτη Delta που διεξήχθη μεταξύ 2018 και 2020 για τον εντοπισμό της ΔΔ σε ασθενείς που είχαν λάβει διάγνωση μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής εντός των προηγούμενων πέντε ετών και είχαν τρέχοντα καταθλιπτικά συμπτώματα. Στρατολογήθηκαν περισσότεροι από 3.000 συμμετέχοντες οι οποίοι συμπλήρωσαν μια αξιολόγηση ψυχικής υγείας που περιλάμβανε περισσότερες από 600 ερωτήσεις. Η αξιολόγηση περιελάβανε θέματα όπως προηγούμενα ή τρέχοντα καταθλιπτικά επεισόδια, γενικευμένο άγχος, συμπτώματα μανίας, οικογενειακό ιστορικό και κατάχρηση ουσιών.
Οι ερευνητές επέλεξαν περίπου 1.000 άτομα από τους οποίους ζήτησαν να στείλουν δείγμα αποξηραμένου αίματος από το δάχτυλο, το οποίο αναλυθηκε για περισσότερους από 600 μεταβολίτες. Μετά τη συμπλήρωση της σύνθετης διεθνούς διαγνωστικής συνέντευξης, ενός επικυρωμένου διαγνωστικού εργαλείου για τη διάγνωση διαταραχής της διάθεσης, οι ερευνητές επέλεξαν 241 άτομα για να συμμετάσχουν στη μελέτη.
Από τους περισσότερους από 600 μεταβολίτες που αναλύθηκαν, οι ερευνητές εντόπισαν 17 βιοδείκτες για τη διπολική διαταραχή, με το κεραμίδιο να αναδεικνύεται ως ο ισχυρότερος. Προηγούμενες μελέτες έχουν συνδέσει το κεραμίδιο με ορισμένες ψυχιατρικές διαταραχές, συμπεριλαμβανομένης της ΔΔ. Οι βιοδείκτες που εντοπίστηκαν συσχετίστηκαν κυρίως με τα μανιακά επεισόδια και τα ευρήματα επικυρώθηκαν σε μια ξεχωριστή ομάδα ασθενών που διαγνώστηκαν με ΜΚΔ κατά τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης της μελέτης.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η εξέταση αίματος διέγνωσε έως και το 30% των ασθενών με ΜΚΔ. Όταν συνδυάστηκε με την ψυχιατρική αξιολόγηση, το ποσοστό διάγνωσης βελτιώθηκε, ιδίως σε άτομα των οποίων η διάγνωση δεν ήταν προφανής.
«Η διαδικτυακή αξιολόγηση ήταν συνολικά πιο αποτελεσματική, αλλά το τεστ βιοδεικτών αποδίδει καλά και είναι πολύ πιο γρήγορο», δήλωσε η Σαμπίν Μπαν, συν-συγγραφέας της μελέτης. «Ένας συνδυασμός και των δύο προσεγγίσεων θα ήταν ιδανικός, καθώς αλληλοσυμπληρώνονται», σημείωσε.
Οι ερευνητές πιστεύουν πως η νέα εξέταση θα μπορούσε να βοηθήσει τόσο τους ασθενείς όσο και τους επαγγελματίες υγείας.
«Οι ψυχιατρικές αξιολογήσεις είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές, αλλά η δυνατότητα διάγνωσης της διπολικής διαταραχής με μια απλή εξέταση αίματος θα μπορούσε να διασφαλίσει ότι οι ασθενείς θα λάβουν τη σωστή θεραπεία και να μειώσει την πίεση που ασκείται στους επαγγελματίες του ιατρικού τομέα», δήλωσε ο Tόμασικ.
«Διαπιστώσαμε ότι ορισμένοι ασθενείς προτιμούσαν το τεστ βιοδεικτών επειδή ήταν ένα αντικειμενικό αποτέλεσμα που μπορούσαν να δουν. Η ψυχική ασθένεια έχει βιολογική βάση και είναι σημαντικό για τους ασθενείς να γνωρίζουν ότι δεν είναι στο μυαλό τους. Είναι μια ασθένεια που επηρεάζει το σώμα όπως κάθε άλλη», συμπλήρωσε.
Σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα, η εξέταση αίματος με βιοδείκτες θα μπορούσε να έχει μια σειρά από εφαρμογές.
«Εκτός από τις διαγνωστικές δυνατότητες των βιοδεικτών, θα μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν για τον εντοπισμό πιθανών φαρμακευτικών στόχων για τις διαταραχές της διάθεσης, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε καλύτερες θεραπείες», δήλωσε η Μπαν.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «JAMA Psychiatry».
ΠΗΓΗ: New Atlas
www.ertnews.gr