Ερευνητές στις ΗΠΑ ανέπτυξαν μια πρωτοποριακή φορετή συσκευή που παρακολουθεί τους ήχους του σώματος και θα μπορούσε να φέρει επανάσταση στην παρακολούθηση της υγείας, ιδίως των πρόωρων βρεφών και ενηλίκων με αναπνευστικές παθήσεις. Η συσκευή προσαρμόζεται στο σώμα και έχει σχεδιαστεί για να φιλτράρει τον περιβαλλοντικό θόρυβο και να μηδενίζει τους εσωτερικούς ήχους.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Northwestern που δημιούργησαν τη συσκευή αναγνωρίζουν ότι διαφέρει από τις συνήθεις μεθόδους που χρησιμοποιούν πολλοί γιατροί για την αξιολόγηση της υγείας των ασθενών τους. Οι γιατροί ακούνε συνήθως τους ήχους του σώματος – τις αναπνοές, τους καρδιακούς παλμούς και την κίνηση της τροφής μέσω του γαστρεντερικού σωλήνα. Ωστόσο, αυτοί οι ήχοι μπορεί να είναι ανεπαίσθητοι, δύσκολα ανιχνεύσιμοι και εύκολα υπερκαλύπτονται από περιβαλλοντικό θόρυβο.
Η μικροσκοπική φορετή συσκευή προσκολλάται απαλά στο δέρμα και παρέχει συνεχή και ασύρματη παρακολούθηση των ήχων από διάφορες περιοχές του σώματος. Σε αρχικές μελέτες, οι συσκευές δοκιμάστηκαν σε 15 πρόωρα βρέφη με αναπνευστικά και εντερικά προβλήματα και σε 55 ενήλικες, συμπεριλαμβανομένων πολλών με χρόνιες πνευμονοπάθειες. Οι συσκευές όχι μόνο πληρούσαν τα πρότυπα ακρίβειας κλινικού βαθμού, αλλά εισήγαγαν και νέες λειτουργίες που δεν έχουν ακόμη παρατηρηθεί στην έρευνα ή την κλινική πρακτική.
«Οι γιατροί πρέπει να τοποθετήσουν ένα συμβατικό ή ένα ψηφιακό στηθοσκόπιο σε διαφορετικά σημεία του θώρακα και της πλάτης για να ακούσουν τους πνεύμονες σημείο προς σημείο», αναφέρει σε δελτίο τύπου ο Τζον Ρότζερς, πρωτοπόρος της βιοηλεκτρονικής στο Πανεπιστήμιο Northwestern, ο οποίος πρωτοστάτησε στην ανάπτυξη της συσκευής.
Οι ερευνητές παρομοιάζουν τη συσκευή με την ταυτόχρονη ακρόαση του σώματος του ασθενούς από 13 γιατρούς.
«Ένα βασικό πλεονέκτημα αυτής της συσκευής είναι η δυνατότητα ταυτόχρονης ακρόασης και σύγκρισης διαφορετικών περιοχών των πνευμόνων», δήλωσε ο Δρ. Ανκίτ Μπαράτ, θωρακοχειρουργός στο Northwestern Medicine, ο οποίος διεξήγαγε την κλινική δοκιμή σε ενήλικες.
Η συσκευή είναι εξοπλισμένη με ψηφιακά μικρόφωνα και επιταχυνσιόμετρα υψηλής απόδοσης. Συλλαμβάνει ήχους και τους συσχετίζει με σωματικές διεργασίες, χαρτογραφώντας τη ροή του αέρα στους πνεύμονες, τις μεταβολές του καρδιακού ρυθμού και την κίνηση της τροφής και των αερίων μέσω των εντέρων.
(Northwestern University)
Κάθε συσκευή, εγκιβωτισμένη σε μαλακή σιλικόνη, έχει μήκος περίπου 40 χιλιοστά, πλάτος 20 χιλιοστά και πάχος οκτώ χιλιοστά. Παρά το μικρό της μέγεθος, περιέχει μνήμη flash, μπαταρία, δυνατότητες Bluetooth και δύο μικρόφωνα, ενώ ένας αλγόριθμος διακρίνει μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών ήχων.
Η καταγραφή των περιβαλλοντικών ήχων παρέχει επίσης πληροφορίες σχετικά με το περιβάλλον του ασθενούς, κάτι που είναι ζωτικής σημασίας για τη θεραπεία των πρόωρων βρεφών.
«Προσφέρει επίσης τη δυνατότητα εντοπισμού αγχωτικών ή δυνητικά επιβαρυντικών ακουστικών ερεθισμάτων», σημείωσε ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Δρ. Γουίσαμ Σάλις, νεογνολόγος στο Νοσοκομείο Παίδων του Μόντρεαλ στον Καναδά.
Οι επιστήμονες ανέπτυξαν τη συσκευή με γνώμονα δύο ομάδες ασθενών που διατρέχουν κίνδυνο: τα πρόωρα βρέφη και τους ενήλικες μετά από χειρουργική επέμβαση. Τα πρόωρα μωρά, ιδίως εκείνα που γεννιούνται πριν από την ωρίμανση του αναπνευστικού συστήματος περίπου στις 28 εβδομάδες, αντιμετωπίζουν συχνά επιπλοκές στην αναπνοή, όπως άπνοια, που οδηγούν σε παρατεταμένη παραμονή στο νοσοκομείο ή ακόμη και σε θάνατο.
«Πολλά από αυτά τα μωρά είναι μικρότερα από ένα στηθοσκόπιο, οπότε η παρακολούθησή τους είναι ήδη τεχνικά δύσκολη», επισήμανε η συν-συγγραφέας Δρ. Ντέμπρα Γουίς-Μάγιερ.
Τα καρδιοαναπνευστικά και τα γαστρεντερικά προβλήματα αποτελούν τις κύριες αιτίες θανάτου μέσα στα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής. Τα γαστρεντερικά προβλήματα, τα οποία υποδεικνύονται από μειωμένους ήχους του εντέρου, μπορεί να σηματοδοτούν προβλήματα πέψης και πιθανές αποφράξεις.
Οι αισθητήρες τοποθετήθηκαν στην κοιλιά των πρόωρων βρεφών, με τα πρώτα αποτελέσματα να ταιριάζουν με τις μετρήσεις της εντερικής κινητικότητας των ενηλίκων. Οι συσκευές κατέγραψαν τους πνευμονικούς ήχους και τις κινήσεις του σώματος σε διάφορες θέσεις, επιτρέποντας την ανάλυση των μεμονωμένων αναπνοών στους πνεύμονες.
«Με αυτούς τους ασύρματους αισθητήρες, μπορούμε να καταγράψουμε διαφορετικές περιοχές των πνευμόνων και να αξιολογήσουμε τη συγκεκριμένη απόδοσή τους και την απόδοση κάθε περιοχής σε σχέση με την άλλη. Τελικά θα μπορέσουμε να εξατομικεύσουμε τις θεραπείες για κάθε ασθενή», κατέληξε ο Μπάρατ.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Nature Medicine».
ΠΗΓΗ: Studyfinds
www.ertnews.gr