Μέχρι πρόσφατα, η αιτία της πρωινής ναυτίας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ήταν εντελώς άγνωστη. Νέα δεδομένα από βιοχημικές και γενετικές μελέτες έδειξαν ότι μπορεί να σχετίζεται με την παραγωγή μιας ορμόνης, η οποία δρα στον εγκέφαλο της μητέρας και προκαλεί ναυτία και τάση για εμετό.
Τώρα, μια διεθνής ομάδα επιστημόνων υποστηρίζει πως ανακάλυψε γιατί ορισμένες γυναίκες υποφέρουν από σοβαρή πρωινή ναυτία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους. Ο «ένοχος» είναι μια ορμόνη που παράγει σε αυξημένα επίπεδα το έμβρυο, στην οποία ορισμένες γυναίκες είναι ευαίσθητες. Η επιστημονική ομάδα με επικεφαλής το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ στη Βρετανία, διαπίστωσε πως οι γυναίκες που έχουν φυσικά χαμηλά επίπεδα της ορμόνης GDF15 πριν από την εγκυμοσύνη, τείνουν να είναι πιο ευαίσθητες στην έξαρση της ορμόνης κατά το πρώτο τρίμηνο.
Μέχρι και 7 στις 10 εγκυμοσύνες υποφέρουν από ναυτία και τάση για εμετό. Μία έως 3 στις 100 εγκύους υποφέρουν από υπερέμεση της κύησης (hyperemesis gravidarum), η οποία χαρακτηρίζεται από επίμονη και σοβαρή ναυτία και εμέτους που οδηγούν σε αφυδάτωση, ηλεκτρολυτικές διαταραχές, διατροφική ανεπάρκεια, απώλεια βάρους και κέτωση. Η υπερέμεση της κύησης είναι η συχνότερη αιτία εισαγωγής στο νοσοκομείο κατά τους τρεις πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης.
Οι ερευνητές με επικεφαλής το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ έκαναν μια σημαντική πρόοδο στην κατανόηση του ρόλου της GDF15 στην πρωινή ναυτία και την υπερέμεση της κύησης. Η ομάδα μελέτησε δεδομένα από γυναίκες που προσλήφθηκαν σε διάφορες μελέτες και χρησιμοποίησε έναν συνδυασμό προσεγγίσεων, συμπεριλαμβανομένης της ανθρώπινης γενετικής, νέους τρόπους μέτρησης ορμονών στο αίμα εγκύων και μελέτες σε κύτταρα και ποντίκια. Διαπίστωσε ότι η πρωινή ναυτία που ένιωθαν οι γυναίκες εξαρτάτο από τα επίπεδα της GDF15 που παράγεται από το εμβρυϊκό τμήμα του πλακούντα και αποστέλλεται στην κυκλοφορία του αίματος, καθώς και από τις παρελθούσες εκθέσεις τους σε αυτήν.
Η συγκεκριμένη ορμόνη παράγεται σε χαμηλές συγκεντρώσεις από πολλά όργανα του σώματος εκτός από τον πλακούντα. Μία γυναίκα με πολύ χαμηλά επίπεδα της GDF15 πριν την εγκυμοσύνη μπορεί να είναι επιρρεπής στην υπερέμεση μετά τη σύλληψη. Η ομάδα διαπίστωσε επίσης ότι μια σπάνια γενετική μετάλλαξη που θέτει τις γυναίκες σε πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης υπερέμεσης, σχετίζεται με χαμηλότερα επίπεδα της ορμόνης στο αίμα και στους ιστούς. Ομοίως, οι γυναίκες με β-θαλασσαιμία (μεσογειακή αναιμία) έχουν φυσικά πολύ υψηλά επίπεδα GDF15 πριν από την εγκυμοσύνη και τείνουν να μην υποφέρουν από πρωινή ναυτία.
«Τώρα γνωρίζουμε ότι το μωρό που αναπτύσσεται στη μήτρα παράγει μια ορμόνη σε επίπεδα που η μητέρα δεν έχει συνηθίσει. Όσο πιο ευαίσθητη είναι σε αυτή την ορμόνη, τόσο πιο άρρωστη θα νιώθει», δήλωσε ο Σερ Στίβεν Ο΄Ράχιλι, συν-διευθυντής του Wellcome-Medical Research Council Institute of Metabolic Science στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, ο οποίος ηγήθηκε της μελέτης.
Οι ερευνητές εκτιμούν πως η παρεμπόδιση της πρόσβασης της GDF15 στον συγκεκριμένο υποδοχέα της στον εγκέφαλο της μητέρας θα αποτελέσει τελικά τη βάση για έναν αποτελεσματικό και ασφαλή τρόπο αντιμετώπισης αυτής της διαταραχής.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Nature».
ΠΗΓΗ: Medicalxpress
www.ertnews.gr