Το παρόν βιβλίο μπορεί να το δει κανείς ως έναν μίτο που προσφέρεται στον αναγνώστη για να εισχωρήσει στον λαβύρινθο της τέχνης του συγγραφέα με απώτερο στόχο την απελευθέρωση του τελευταίου από τα δεσμά των ιστοριών του.
Ο Κ. Π. Καβάφης, σχολιάζοντας ένα του ποίημα στο οποίο υμνεί την εξοχή, ενώ στην πραγματικότητα ουδέποτε την επισκεπτόταν, ομολογεί ότι το ποίημά του είναι «το πιο ανειλικρινές πράγμα που γίνεται σωστή ψευτιά». Συμπληρώνει όμως: «Αλλά με περνάει απ’ το νου τώρα – αυτό είναι αληθής ανειλικρίνεια; Η τέχνη δεν ψεύδεται πάντα; Ή μάλλον όταν η τέχνη ψεύδεται το περισσότερον, δεν είναι τότε που δημιουργεί και το περισσότερον; […] Την στιγμήν που έκαμνα τους στίχους δεν είχα τεχνητήν ειλικρίνειαν;». Τη σχέση μεταξύ τέχνης και πραγματικότητας, επινόησης και βιώματος, ειλικρίνειας και «τεχνητής ειλικρίνειας» εξερευνά το πρόσφατο μυθιστόρημα του πολυγραφότατου Ανδρέα Μήτσου. Πρόκειται για ένα βιβλίο που συγκεντρώνει τρόπον τινά κάτω απ’ τα χάρτινα φτερά του όλη την προηγούμενη συγγραφική του δημιουργία: η πρωτότυπη στη σύλληψη και πολύπτυχη Παγίδα περιέχει αυτούσια ολόκληρα διηγήματα από τις παρελθούσες συλλογές διηγημάτων του, συνόψεις μυθιστορημάτων, αναφορά στις βιωματικές ρίζες κάθε του βιβλίου, αντιδράσεις αναγνωστών ή ανθρώπων που ενέπνευσαν τους λογοτεχνικούς του ήρωες καθώς και δημοσιεύματα κριτικών λογοτεχνίας για το έργο του.
Το μυθιστόρημα ξεκινά με μια αναδρομή στην παιδική ηλικία του συγγραφέα, στην πρώτη του «συγγραφική» δραστηριότητα, όταν χρειάστηκε να γράφει ο ίδιος επιστολές προς τις ανάδοχες οικογένειες εξ Αμερικής που έστελναν δέματα σε ορφανά του «συμμοριτοπολέμου», οικειοποιούμενος την ταυτότητα του εκάστοτε ορφανού. «Από τα πρώτα κιόλας απαντητικά γράμματα, αντιλήφθηκα πως οι Αμερικάνοι θέλαν ψέματα. Κι όσο πιο μεγάλα ήταν τα ψέματά μου, τόσο τους ενθουσίαζαν και γίνονταν πιστευτά. Πέθαινα να γράφω τερατώδεις ιστορίες. Εγραφα με έκσταση». Σαν το ποίημα-«ψευτιά» του Καβάφη, έτσι και οι πρώτες δημιουργίες του συγγραφέα ήταν βουτηγμένες στα ψέματα. Αν συμμεριστούμε όμως τον Αλεξανδρινό ποιητή, όσο πιο ελεύθερη η γραφή από τα δεσμά της πραγματικότητας, όσο πιο βουτηγμένη στη φαντασία και το ψεύδος, τόσο πιο δημιουργική.
Στη συνέχεια, ο συγγραφέας μιλά για το παρθενικό του διήγημα, τα «Σοκάκια της Πάτμου», και ανατρέχει στις πραγματικές συνθήκες που το γέννησαν. Παραθέτει κατόπιν αυτούσιο το διήγημα καθώς κι ένα κατοπινό, την «Ιδεατή τοποθεσία», που αποτελεί ανασκευή του πρώτου, εισάγοντάς μας έτσι στο συγγραφικό του εργαστήρι. Σε όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος ο συγγραφέας θα βαδίσει χέρι χέρι με τον αναγνώστη, ξεναγώντας τον άλλοτε στα τοπία της πραγματικής του ζωής του κι άλλοτε στις λογοτεχνικές τους αποτυπώσεις, σχολιάζοντας ομοιότητες και διαφορές, φιλοσοφώντας για την τέχνη της γραφής αλλά και βάζοντας το δάχτυλο στην πληγή, εκεί που τέχνη και πραγματικότητα αιμορραγούν συσκοτίζοντας τα μεταξύ τους όρια, έτσι που στο τέλος ο αναγνώστης δεν ξέρει αν περιφέρεται σε δρόμους πραγματικούς ή επινοημένους.
Γιατί όμως ο συγγραφέας έχει επιδοθεί σε αυτή τη σύνοψη του λογοτεχνικού του έργου; Γιατί μας κάνει κοινωνούς της συγγραφικής του πορείας; Γιατί μας εξομολογείται τα «μυστικά και ψέματα» της γραφής αλλά και τη σύνδεση με την εσώτερη αλήθεια του γράφοντος; «Εξακολουθώ να πιστεύω», μας εξομολογείται, «πως δίνοντας σε σύνοψη το θέμα κάθε διηγήματος, προσφέρω στον αναγνώστη μου. […] Εξάλλου ως δόλωμα λειτουργεί η υπόθεση, αυτός ίσως τη δει σε άλλο βάθος την πραγματική ανάγκη της διαχείρισής της, από διαφορετική οπτική γωνία. Τη δική του και μοναδική. Οπότε θα στήσει μια καλύτερη, πιο δυνατή ιστορία. Μ’ αυτήν θα βγάλει κι εμένα από τη μακρόχρονη αιχμαλωσία, θ’ ανοίξει τη σιδερένια πόρτα της φυλακής μου και θα μου προσφέρει την απελευθέρωση».
Ως εκ τούτου, το παρόν βιβλίο μπορεί να το δει κανείς ως έναν μίτο που προσφέρεται στον αναγνώστη για να εισχωρήσει στον λαβύρινθο της τέχνης του συγγραφέα με απώτερο στόχο την απελευθέρωση του τελευταίου από τα δεσμά των ιστοριών του. Ωστόσο, αναρωτιέται κανείς, μήπως ο μίτος είναι κι αυτός φτιαγμένος από τις «σωστές ψευτιές» του Αλεξανδρινού ή τις «τερατώδεις ιστορίες» του μικρού Αντρίκου; Μήπως στο τέρμα του λαβύρινθου παραμονεύει ως τέρας ο ίδιος ο μύθος με την ακόρεστη πείνα του για ιστορίες και τότε ποιος από τους δυο θα έχει εγκλωβιστεί σε αυτή την «παγίδα», αυτόν τον κυκεώνα από αλήθειες και ψεύδη, από αιμάτινους ανθρώπους και χάρτινους ήρωες; Ο συγγραφέας ή –για να θυμηθούμε τον Μπoντλέρ– εσύ, αναγνώστη, hypocrite lecteur, mon semblable, mon frère!
Πηγή efsyn.gr