Στις παγκόσμιες διαπραγματεύσεις για το κλίμα κυριαρχούν οι άνδρες, ωστόσο οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στην υγεία συχνά επηρεάζουν δυσανάλογα τις γυναίκες, τα κορίτσια και τα μη δυαδικά άτομα, υποστηρίζουν ερευνητές.
Σε άρθρο που δημοσιεύθηκε στο «Lancet Planetary Health», μια ομάδα ερευνητών- με επικεφαλής το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ- υποστηρίζει ότι πρέπει να γίνουν πολύ περισσότερα για να μετριαστούν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στις γυναίκες, τα κορίτσια και τα μη δυαδικά άτομα. Εστιάζοντας ειδικά στη διασταύρωση μεταξύ της κλιματικής αλλαγής, του φύλου και της ανθρώπινης υγείας, οι ερευνητές καλούν τις χώρες να διασφαλίσουν ότι οι κλιματικές στρατηγικές που εφαρμόζουν, εντοπίζουν κινδύνους και ευπάθειες που σχετίζονται με το φύλο.
Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής επιδεινώνουν τις συστημικές ανισότητες και επηρεάζουν δυσανάλογα τους περιθωριοποιημένους πληθυσμούς, ιδιαίτερα αυτούς που ζουν σε υποβαθμισμένες περιοχές. Για παράδειγμα, σε πολλές χώρες, οι γυναίκες είναι λιγότερο πιθανό να κατέχουν γη και πόρους ώστε να μπορούν να προστατευθούν μετά από καταστροφές που προκαλούν τα ακραία καιρικά φαινόμενα, τα οποία εντείνονται εξαιτίας της κλιματικής κρίσης. Έχουν επίσης μειωμένη πρόσβαση σε πληροφορίες, με αποτέλεσμα να είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Διατρέχουν επίσης ιδιαίτερο κίνδυνο από απειλές για την υγεία τους που σχετίζονται με το κλίμα, επισημαίνουν οι ερευνητές. Για παράδειγμα, μελέτες έχουν συνδέσει τις υψηλές θερμοκρασίες με δυσμενή έκβαση του τοκετού, όπως πρόωρο τοκετό, προεκλαμψία και γενετικές ανωμαλίες. Τα ακραία καιρικά γεγονότα έχουν επίσης σοβαρό αντίκτυπο στην κοινωνική, σωματική και ψυχική ευημερία των γυναικών. Πολυάριθμες μελέτες υπογραμμίζουν ότι η βία κατά των γυναικών αυξάνεται κατά τη διάρκεια ή μετά από ακραία καιρικά γεγονότα, συχνά λόγω παραγόντων που σχετίζονται με την οικονομική αστάθεια, την επισιτιστική ανασφάλεια και το ψυχικό στρες.
«Δεδομένου του πόσο δυσανάλογα επηρεάζει η κλιματική αλλαγή τις γυναίκες, τα κορίτσια και τα μη δυαδικά άτομα πρέπει να διασφαλιστεί ότι οι φωνές τους ακούγονται και συμπεριλαμβάνονται ουσιαστικά στις συζητήσεις για την αντιμετώπιση αυτής της επείγουσας κλιματικής κρίσης. Αυτό δεν συμβαίνει επί του παρόντος στο επίπεδο που χρειάζεται» δήλωσε ο Δρ. Κιμ Ρόμπιν βαν Ντάαλεν από τη Μονάδα Καρδιαγγειακής Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ.
Αν και η κατάσταση βελτιώνεται σιγά σιγά, στην COP28, σχεδόν τα 3/4 (73%) των αντιπροσωπειών αποτελούνταν κατά πλειοψηφία από άνδρες, ενώ μόνο 1 στις 6 (16%) αποτελούνταν από γυναίκες. Πραγματικά ίση αντιπροσώπευση έχει επιτευχθεί μόνο στην ομάδα των Ηνωμένων Εθνών, η οποία περιλαμβάνει τη Βόρεια Αμερική, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Με βάση τις τρέχουσες τάσεις, αρκετές χώρες – ιδιαίτερα εκείνες στις περιοχές της Ασίας και της Αφρικής – αναμένεται να χρειαστούν τουλάχιστον μια δεκαετία προτού επιτύχουν ισότιμη αντιπροσώπευση.
«Η επείγουσα ανάγκη της δράσης για το κλίμα, καθώς και η αργή κατανόηση της σχέσης του κλίματος, του φύλου και της υγείας, προκαλεί ανησυχία. Ιδρύματα όπως η UNFCCC πρέπει να αναγνωρίσουν αυτές τις ανισότητες, να σχεδιάσουν κατάλληλες στρατηγικές για τη βελτίωση της ισότητας των φύλων στη διακυβέρνηση του κλίματος και να εμποδίσουν αυτά τα κενά εκπροσώπησης να μετατραπούν σε κοινωνικές και υγειονομικές αδικίες» δήλωσε ο Δρ. Ράμιτ Ντέμπναθ, επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.
Προηγούμενες μελέτες σε 49 ευρωπαϊκές χώρες έδειξαν ότι η μεγαλύτερη πολιτική εκπροσώπηση των γυναικών συσχετίζεται με μειωμένες ανισότητες στην υγεία και χαμηλότερες γεωγραφικές ανισότητες στη βρεφική θνησιμότητα μεταξύ άλλων. Παρόμοια θετικά ευρήματα έχουν αναφερθεί σχετικά με τις περιβαλλοντικές πολιτικές, με την εκπροσώπηση των γυναικών στα εθνικά κοινοβούλια να συνδέεται με αυξημένη επικύρωση περιβαλλοντικών συνθηκών και πιο αυστηρές πολιτικές για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Ενώ οι αναλύσεις των ερευνητών επικεντρώθηκαν στην επίτευξη μιας ισορροπίας μεταξύ των φύλων, οι μελέτες για τη συμμετοχή των γυναικών στη διακυβέρνηση για την κλιματική αλλαγή υποδηλώνουν ότι η αυξημένη εκπροσώπηση δεν οδηγεί απαραίτητα σε ουσιαστικές αλλαγές πολιτικής. Ακόμη και όταν περιλαμβάνεται επίσημα, η ενεργός συμμετοχή των γυναικών σε ανδροκρατούμενους θεσμούς συχνά περιορίζεται από υπάρχοντες κοινωνικούς και πολιτισμικούς κανόνες, σιωπηρές προκαταλήψεις και δομικούς φραγμούς.
«Αν θέλουμε να ενσωματώσουμε ουσιαστικά το φύλο στην κλιματική πολιτική και πρακτική, πρέπει να κατανοήσουμε τους κινδύνους και τα τρωτά σημεία που σχετίζονται με το φύλο και να εξετάσουμε πώς μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε. όπως επίσης και τις βαθύτερες αιτίες τους» πρόσθεσε ο Δρ. βαν Ντάαλεν.
«Ωστόσο, πρέπει επίσης να αντισταθούμε στον περιορισμό των γυναικών σε μια ενιαία, ομοιογενή ομάδα, η οποία κινδυνεύει να βαθύνει τις υπάρχουσες ανισότητες και να παραβλέψει τις ευκαιρίες για την αντιμετώπιση των αναγκών όλων των ατόμων. Είναι ζωτικής σημασίας να αναγνωρίσουμε την ποικιλομορφία των γυναικών και την ενσάρκωσή τους από πολλαπλές, διασταυρούμενες ταυτότητες που διαμορφώνουν τις κλιματικές εμπειρίες τους καθώς και τις ανάγκες μετριασμού και προσαρμογής τους» επισήμανε.
Οι ερευνητές τόνισαν επίσης ότι τα μη δυαδικά άτομα διατρέχουν κινδύνους που σχετίζονται με την υγεία και το κλίμα, λόγω των διακρίσεων που αντιμετωπίζουν. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια και μετά από ακραία καιρικά γεγονότα, τα τρανς άτομα στις Ηνωμένες Πολιτείες αναφέρουν ότι απειλούνται ή ότι τους απαγορεύεται η πρόσβαση σε καταφύγια.
ΠΗΓΗ: Eurekalert
www.ertnews.gr