Επετειακή εκδήλωση για την τεράστιας σημασίας Μάχη των Βασιλικών συνδιοργανώνουν η Κοινότητα Ρεγγινίου και ο Δήμος Καμένων Βούρλων, την Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022, προς τιμήν της μεγάλης νίκης των Ελλήνων που ακύρωσε την εκστρατεία των Τούρκων στην Πελοπόννησο και επέτρεψε στους Πελοποννήσιους Επαναστάτες να συνεχίσουν απρόσκοπτα την πολιορκία της Τριπολιτσάς.
Το πρόγραμμα της εκδήλωσης
Ώρα 07:15 Όρθρος και Θεία Λειτουργία στον Ιστορικό Ναό της Παναγίας Ρεγγινίου, τόπου συγκρότησης του πολεμικού συμβουλίου οπλαρχηγών Ανατολικής Ρούμελης.
Ώρα 10:00 Δοξολογία – Έναρξη Τοπικής Εθνικής Εορτής και Ομιλία από την Αθανασία Νέζη με θέμα «Βασιλικά».
Ώρα 11:00 Αναχώρηση για Βασιλικά. Επιμνημόσυνη Δέηση στο Μνημείο Πεσόντων και κατάθεση στεφάνων. Επιστροφή στο Κοινοτικό Κατάστημα και κέρασμα.
Ώρα 21:00 Μουσικοχορευτική εκδήλωση με ζωντανή παραδοσιακή μουσική στην πλατεία Ρεγγινίου.
Η Μάχη των Βασιλικών
Την Άνοιξη του 1821 η Επανάσταση εκδηλώθηκε ταυτόχρονα σε Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησο. Οι Έλληνες είχαν καταφέρει να απελευθερώσουν μεγάλο μέρος της υπαίθρου και σημαντικές πόλεις. Μετά τις ήττες του Χουρσίτ πασά σε Αλαμάνα, Γραβιά και Βρυσάκια, τον Αύγουστο του 1821 οι Τούρκοι οργάνωσαν νέα εκστρατεία κατά της Πελοποννήσου, τη στιγμή που οι επαναστάτες πολιορκούσαν την Τριπολιτσά και τα οθωμανικά στρατεύματα των Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ δέχονταν ισχυρή πίεση.
Οι τελευταίοι ζήτησαν ενισχύσεις για να περάσουν στον Μωριά, αίτημα που έγινε δεκτό από τον σουλτάνο, ο οποίος έστειλε μεγάλο στράτευμα 8.000 ανδρών (στην πλειονότητά τους ιππείς) υπό τη διοίκηση του Μπεϊράν πασά. Η εν λόγω στρατιά κατευθύνθηκε προς τη Στερεά Ελλάδα, καταπνίγοντας στη διαδρομή της την επανάσταση στη Μακεδονία και φτάνοντας στο Ζητούνι (Λαμία), ενώ ένα άλλο στράτευμα 4.000 ανδρών, υπό τον Μαχμούτ πασά της Δράμας, έστηνε στρατόπεδο στον κάτω Δομοκό. Ο στόχος των δύο αυτών δυνάμεων ήταν να μπουν στην Πελοπόννησο. Ο Μπεϊράν από τη Μεγαρίδα, αφού πρώτα θα ενωνόταν στη Βοιωτία με τον στρατό του Κιοσέ Μεχμέτ, και ο Μαχμούτ από τη Ναύπακτο, με τη βοήθεια του τουρκικού στόλου στον Κορινθιακό Κόλπο. Παράλληλα, ο Ομέρ Βρυώνης θα παρέμενε στην Αττική, για να καλύπτει τα νώτα των δυνάμεων που θα κατέπνιγαν την επανάσταση.
Ο εμπειροπόλεμος Γιάννης Ξύκης (Δυοβουνιώτης), έχοντας πολεμήσει τους Τουρκαλβανούς στα Ορλωφικά (1770), ειδοποίησε τους καπεταναίους της Ανατολικής Στερεάς. Το πολεμικό συμβούλιο πραγματοποιήθηκε στο Εργίνι (Ρεγγίνι) και συμμετείχαν -μεταξύ άλλων- ο Γιάννης Δυοβουνιώτης, ο Γιάννης Γκούρας, ο Κομνάς Τράκας, ο Αντώνης Κοντοσόπουλος, ο Κώστας Καλύβας, ο Κώστας Μπίτης, ο Νάκος Πανουργιάς, ο Βασίλης Μπούσγος και ο Παπαντρέας, ενώ απουσίαζε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο οποίος βρισκόταν Αττική.
Εκεί τέθηκε το εξής κρίσιμο ερώτημα: Από πού θα περνούσαν οι Τούρκοι και πού θα έπρεπε να στηθεί η άμυνα. Οι δρόμοι ήταν δύο: Ο ένας περνούσε από τις Θερμοπύλες και τη διάβαση της Φοντάνας (η οποία, σημειώνεται, προσφερόταν για ισχυρή άμυνα, καθώς ήταν δύσβατη) καταλήγοντας στο Δραχμάνι (Ελάτεια) ενώ ο άλλος ήταν η «λεωφόρος των Βασιλικών», που ήταν δημόσιος δρόμος, προσφερόμενος για να κινούνται άμαξες και άλογα ως τον Πλατανιά, και από εκεί, μέσα από μια δασώδη κοιλάδα, που στένευε στα Βασιλικά, οδηγούσε στην Ελάτεια.
Η αριθμητική ισχύς των Ελλήνων ήταν πολύ μικρή (1.600 άνδρες σε εκείνη τη φάση) και δεν υπήρχε περιθώριο να καλυφθούν και οι δύο δρόμοι, οπότε και εστάλη στη Φοντάνα μόνο μια μικρή δύναμη, υπό τον Παπαντρέα, με τον Δυοβουνιώτη να ηγείται της δύναμης που κατευθύνθηκε στα Βασιλικά. Ο Δυοβουνιώτης και οι άνδρες του κρύφτηκαν στο δάσος στην είσοδο της διάβασης, στο εσωτερικό δεξιά τοποθετήθηκαν οι Κοντοσόπουλος και Καλύβας (Λοκροί και Δωριείς) και αριστερά οι Τράκας και Μπίτης (Αμφισσείς και Δωριείς). Στην έξοδο της διάβασης τοποθετήθηκαν τα σώματα του Γκούρα, του Νάκου Πανουργιά και του Γιώργου Δυοβουνιώτη (γιου του γερο-Δυοβουνιώτη), τόσο για να λειτουργήσουν ως εφεδρεία, όσο και για να σηκώσουν το βάρος της άμυνας, εάν οι Τούρκοι έφταναν ως εκεί.
Στις 22 Αυγούστου 1821, ο Μπεϊράν Πασάς με το στρατό του ξεκίνησε από το Ζητούνι και ακολούθησε τη διαδρομή που είχε προβλέψει ο Δυοβουνιώτης. Πέρασαν τη γέφυρα της Αλαμάνας στον Σπερχειό, όπου είχε θυσιαστεί ο Αθανάσιος Διάκος πριν μερικούς μήνες, και στρατοπέδευσαν στην πεδιάδα του Πλατανιά.
Τα χαράματα της 26ης Αυγούστου 1821, το τουρκικό στράτευμα άφησε άμαξες και ζώα πίσω και ξεκίνησε από τον Πλατανιά, κατευθυνόμενο προς τα Βασιλικά, όπως είχε προβλέψει ο Δυοβουνιώτης. Τα κανόνια πήγαιναν μπροστά, στη μέση οι πεζοί και πίσω το ιππικό και σταμάτησαν μπροστά στην είσοδο των στενών, όπου έγιναν επικλήσεις στον Αλλάχ και προσευχές, ενώ ακολούθησαν κανονιοβολισμοί και πυκνά πυρά τουφεκιών για να εκφοβιστούν οι οχυρωμένοι και κρυμμένοι Έλληνες αντάρτες. Στη συνέχεια ξεκίνησε η εμπροσθοφυλακή, η οποία όμως δεν αντιλήφθηκε την καλά κρυμμένη δύναμη στο δάσος δύναμη του Δυοβουνιώτη.
Η πρώτη σύγκρουση έγινε με τα σώματα του Κοντοσόπουλου και του Καλύβα, τα οποία σταμάτησαν την τουρκική επίθεση, με αποτέλεσμα ο Μπεϊράν να στείλει 4.000 επιπλέον άνδρες εναντίον των περίπου 400 υπερασπιστών. Προς βοήθειά τους έσπευσε ο Γιάννης Γκούρας, και ακολούθησε σκληρή μάχη, με τα ελληνικά σώματα να υποχωρούν προς το διάσελο των Βασιλικών.
Ο Μπεϊράν, βλέποντας την εξέλιξη της μάχης, διέταξε γενική επίθεση εναντίον του Γκούρα, της οποίας ηγήθηκε ο ίδιος και εκείνη την κρίσιμη στιγμή της μάχης ακούστηκαν πυροβολισμοί πίσω από τις ελληνικές θέσεις. Ήταν δύναμη από 250 Λειβαδιώτες, με αρχηγούς τους Βασίλη Μπούσγο, που ενίσχυσε τον Γκούρα, και Τριανταφυλλίνα και Λάππα, που πήγαν στον Κοντοσόπουλο. Ακολούθησε πανικός και αταξία στις τάξεις των Τούρκων, τον οποίο ο Γκούρας εκμεταλλεύτηκε, αφήνοντας ένα μικρό τμήμα να κρατά την άμυνα ενώ ο ίδιος με τους υπόλοιπους έκανε έναν κυκλωτικό ελιγμό, περνώντας από την Ανίβιτσα και χτυπώντας τους Τούρκους στα νώτα.
Ενώ αυτά ήταν σε εξέλιξη μπροστά, η τουρκική οπισθοφυλακή δέχτηκε την επίθεση του κρυμμένου στο δάσος σώματος του Δυοβουνιώτη, αλλά και της δύναμης του Παπαντρέα που είχε ξεκινήσει από τη Φοντάνα μόλις έμαθε πως οι Τούρκοι κατευθύνονταν προς τα Βασιλικά. Σε εκείνο το σημείο ο Γκούρας διέταξε γενική επίθεση, με το τουρκικό στράτευμα να δέχεται επίθεση από κάθε πλευρά, να περικυκλώνεται και να «σπάει» οριστικά. Ακολούθησε μεγάλη σφαγή, όπου σκοτώθηκε ο Μεμίς πασάς (από τον ίδιο τον Γκούρα), αλλά και ο γιος του Μπεϊράν και άλλοι αξιωματικοί.
Η μάχη διάρκεσε όλη την ημέρα και κατά το απόγευμα, όταν άρχισε να γέρνει υπέρ των Ελλήνων, ο Μπεϊράν -σχεδόν περικυκλωμένος- διέταξε υποχώρηση κι επέστρεψε ταπεινωμένος στο Ζητούνι. Τον Μπεϊράν καταδίωξε ο Παπαντρέας, ενώ οι Έλληνες αντάρτες κατέστρεφαν όσα τουρκικά τμήματα έβρισκαν μπροστά τους και λεηλατούσαν το πεδίο της μάχης και το στρατόπεδο. Τη νύχτα οι Έλληνες αποσύρθηκαν στη Δαμάστα, όπου την επόμενη μέρα έφτασε και ο Ανδρούτσος.
Στην έκθεση που έστειλε στον Δημήτριο Υψηλάντη, ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής: «Οι Έλληνες από την ορμήν τους με τα δόντια έτρωγαν τους Τούρκους, όπου τέλος πάντων έτρεχε το αίμα ποταμηδόν, από την ώραν όπου ήρχισεν ο πόλεμος έως το πουρνό, και ανίσως οι Έλληνες δεν έπιπτον εις τα λάφυρα και δεν ενύκτωνε, δεν ήθελε μείνει βέβαια ούτε ρουθούνι από τους Τούρκους και ήθελε πιάσωμεν τον ίδιον Μπαΐράμ πασάν ζωντανόν. Μόλο τούτο δεν είναι μικρά πράγματα εκείνα που έπαθον. Με μέτρον εσκοτώθηκαν 700 και αιχμάλωτοι επιάσθησαν ζωντανοί 221. Αμάξια είχαν 1.000 με παξιμάδια, κριθάρι και άλλα είδη. Έκαψαν από αυτά οι Τούρκοι 600. Τα δε 400 τα επήραμε και όλων των αμαξών τα βόδια και βουβάλια. Τους επήραμε και οκτώ κανόνια, το μπουγασή μπαϊράκι. Τους επήραμε και όλα τα επίλοιπα. Ομοίως τους επήραμε και τα τουμπελέκια. Δεν δύναται χέρι να περιγράψη όσα τους εκάμαμε. Τούτο μόνον σου λέγω όπου τέτοιος πόλεμος δεν είχε γένει από εμάς».
Τίποτα δεν ξανακούστηκε για τον Μπεϊράν πασά, ο οποίος θεωρείται πως δολοφονήθηκε ή αυτοκτόνησε. Οι τουρκικές απώλειες ήταν τεράστιες, καθώς αχρηστεύτηκε (766 με 1.200 νεκροί, 1.500 τραυματίες, 220 αιχμάλωτοι) περίπου το 1/3 του στρατεύματος, από μια ελληνική δύναμη που θεωρείται πως δεν ξεπερνούσε τους 2.000 άντρες. Πολλοί ήταν αυτοί που σκοτώθηκαν και τις επόμενες ημέρες της μάχης, όταν τους ανακάλυπταν οι κάτοικοι της περιοχής κρυμμένους στα δάση και τα ρέματα. Επίσης, πλούσια ήταν τα λάφυρα από το στρατόπεδο του Πλατανιά, όπου περιλαμβάνονταν τουρκικές σημαίες.
Οι ελληνικές απώλειες ήταν μηδαμινές: 17 με 42 νεκροί και 35 τραυματίες, ενώ το σημαντικότερο ήταν πως ο στόχος των Ελλήνων οπλαρχηγών είχε επιτευχθεί, καθώς είχαν εμποδίσει να ενωθούν η δύναμη του Μπεϊράν με τη δύναμη του Κιοσέ Μεχμέτ και να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο. Αντίστοιχα, ούτε ο Μαχμούτ πασάς της Δράμας μπόρεσε να περάσει, καθώς είχε βρει κλειστά από ελληνικές δυνάμεις τα περάσματα του Μακρυκάμπου στην Οίτη και υποχώρησε. Οι τουρκικές ενισχύσεις δεν έφτασαν ποτέ στην Τριπολιτσά, η οποία αλώθηκε μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα- εδραιώνοντας την πορεία της Ελληνικής Επανάστασης.