Περίπου το 40% των ορμονικά θετικών περιπτώσεων καρκίνου του μαστού μετά την εμμηνόπαυση συνδέεται με το υπερβολικό σωματικό λίπος, σύμφωνα με ισπανική έρευνα που δημοσιεύθηκε στο «Journal of Epidemiology & Community Health».
Αυτή η αναλογία είναι σημαντικά υψηλότερη από το 10% των περιπτώσεων που αποδίδεται σε υπερβολικό βάρος σύμφωνα με τον Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) και δείχνει ότι η πραγματική επίδραση της παχυσαρκίας στον κίνδυνο καρκίνου του μαστού έχει πιθανώς υποτιμηθεί, υποστηρίζουν οι ερευνητές.
Ο ΔΜΣ δεν είναι απαραίτητα μια πολύ ακριβής μέτρηση του σωματικού λίπους, ιδιαίτερα σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας, επειδή δεν λαμβάνει υπόψη την ηλικία, το φύλο ή την εθνοτική καταγωγή, σύμφωνα με τους ερευνητές. Ως εκ τούτου, αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν την CUN-BAE (Clínica Universidad de Navarra–Body Adiposity Estimator)- μια πιο ακριβή μέθοδο μέτρησης του σωματικού λίπους που λαμβάνει υπόψη την ηλικία και το φύλο. Στη μελέτη συμμετείχαν 1.033 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με καρκίνο του μαστού και 1.143 χωρίς τη νόσο. Όλες οι γυναίκες συμμετείχαν και στην ισπανική μελέτη πολλαπλών περιπτώσεων ελέγχου, η οποία αξιολόγησε τους περιβαλλοντικούς και γενετικούς παράγοντες που σχετίζονται με τον καρκίνο του εντέρου, του μαστού, του στομάχου και του προστάτη, καθώς και τη χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία, σε άτομα μεταξύ 20-85 ετών.
Τι έδειξε η μελέτη
Διαπιστώθηκε ότι το 38% των περιπτώσεων καρκίνου του μαστού συνδέθηκε με το υπερβολικό σωματικό λίπος, σε αντίθεση με το 23% που καταγράφηκε με τον ΔΜΣ. Οι γυναίκες με CUN-BAE 45% και άνω, διατρέχουν διπλάσιο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο του μαστού σε σύγκριση με τις γυναίκες που είχαν κάτω από 35% CUN-BAE. Διαπιστώθηκε επίσης πως ο μέσος ΔΜΣ ήταν λίγο πάνω από 26 στην ομάδα σύγκρισης και λίγο πάνω από 27 στις γυναίκες με καρκίνο του μαστού. Ο μέσος όρος CUN-BAE ήταν λίγο λιγότερο από 40% και σχεδόν 40,5%, αντίστοιχα.
Ωστόσο αυτές οι διαφορές ήταν εμφανείς μόνο για τις ορμονικά θετικές περιπτώσεις καρκίνου του μαστού (680), για τις οποίες οι εκτιμώμενες αναλογίες που αποδίδονται στο υπερβολικό σωματικό λίπος ήταν 20% (ΔΜΣ) και 42% (CUN-BAE).
Οι αιτιολογικοί παράγοντες δεν μπορούν να τεκμηριωθούν από τα ευρήματα αυτής της μελέτης περιπτώσεων ελέγχου, σημείωσαν οι ερευνητές, οι οποίοι επίσης αναγνώρισαν ότι η μέθοδος CUN-BAE χρησιμοποιήθηκε σε ένα δείγμα ατόμων που έκαναν καθιστική ζωή και το ποσοστό των περιπτώσεων καρκίνων του μαστού που δεν ήταν ορμονικά θετικές ήταν μικρός.
«Τα αποτελέσματα της μελέτης μας δείχνουν ότι το υπερβολικό σωματικό λίπος είναι ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου για ορμονικά θετικές περιπτώσεις καρκίνου του μαστού σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι ο η επίδραση της παχυσαρκίας στον καρκίνο μπορεί να έχει υποεκτιμηθεί όταν χρησιμοποιούνται οι παραδοσιακές εκτιμήσεις του ΔΜΣ. Για αυτό και θα πρέπει να χρησιμοποιούνται πιο ακριβείς μέθοδοι μέτρησης του σωματικού λίπους, όπως η CUN-BAE, ώστε να εκτιμάται σωστά το φορτίο καρκίνου που αποδίδεται στην παχυσαρκία» τόνισε η ομάδα.
Αυτό είναι ζωτικής σημασίας για τον σχεδιασμό αποτελεσματικών πρωτοβουλιών πρόληψης, κατέληξαν οι ερευνητές.
ΠΗΓΗ: Medicalxpress
www.ertnews.gr