Μια νέα θεραπεία θα μπορούσε να αποκαταστήσει την αίσθηση της όσφρησης και της γεύσης σε άτομα που πάσχουν από μακρά Covid και που δεν έχουν ανταποκριθεί σε άλλες θεραπείες, σύμφωνα με μια νέα μελέτη. Οι διαταραχές ή η πλήρης απώλεια της γεύσης και της όσφρησης είναι κοινά συμπτώματα του Covid-19. Τις περισσότερες φορές, τα συμπτώματα αυτά εξαφανίζονται μετά από τέσσερις εβδομάδες, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να διαρκέσουν και μήνες. Και σε ορισμένους ανθρώπους με μακρά Covid, οι διαστρεβλώσεις της όσφρησης (παροσμία) ή οι ανεξήγητες και φανταστικές οσμές (φαντοσμία) μπορεί να διαρκέσουν πολύ περισσότερο.
«Η παροσμία μετά τον COVID-19 είναι συχνή και αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο», δήλωσε ο Δρ. Άνταμ Ζόγκα, συγγραφέας της μελέτης και καθηγητής μυοσκελετικής ακτινολογίας στο Jefferson Health στη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβάνια. «Οι ασθενείς μπορεί να αναπτύξουν αποστροφή για τρόφιμα και ροφήματα που συνήθιζαν να απολαμβάνουν, πρόσθεσε.
Τι έδειξε η μελέτη
Στη νέα μελέτη, η οποία θα παρουσιαστεί στο ετήσιο συνέδριο της Ακτινολογικής Εταιρείας της Βόρειας Αμερικής, οι γιατροί στόχευσαν το αστεροειδές γάγγλιο, ένα δίκτυο νευρώνων που σχηματίζεται από την ένωση του κάτω αυχενικού και του πρώτου θωρακικού γαγγλίου, στην περιοχή μπροστά από τον 7ο αυχενικό σπόνδυλο. Η θεραπεία, η οποία ονομάζεται αποκλεισμός του αστεροειδούς γαγγλίου, είναι μια διαδικασία έγχυσης τοπικού αναισθητικού στα συμπαθητικά νεύρα της περιοχής του αυχένα.
Πρόκειται για μια θεραπεία που έχει χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση του μετατραυματικού στρες (PTSD), της αθροιστικής κεφαλαλγίας και ορισμένων σπάνιων ασθενειών, αλλά αυτή είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση των μακροχρόνιων συμπτωμάτων του Covid-19.
Στη μελέτη συμμετείχαν 54 άτομα που δεν είχαν ανταποκριθεί στις φαρμακευτικές αγωγές ή τις συμβατικές θεραπείες για την παροσμία. Από αυτούς, οι ερευνητές παρακολούθησαν 37 συμμετέχοντες, 22 από τους οποίους ανέφεραν βελτίωση των συμπτωμάτων μια εβδομάδα μετά τη θεραπεία. Επιπλέον, οι περισσότεροι από αυτούς τους συμμετέχοντες ανέφεραν σημαντική βελτίωση ένα μήνα μετά τη θεραπεία.
Τρεις μήνες αργότερα, οι ερευνητές διαπίστωσαν βελτίωση των συμπτωμάτων κατά 49%. Επιπλέον, το 86% της ομάδας που ανταποκρίθηκε στην πρώτη ένεση είδε περαιτέρω βελτίωση μετά τη χορήγηση της δεύτερης ένεσης έξι εβδομάδες μετά. Ωστόσο, όσοι δεν ανταποκρίθηκαν στην πρώτη ένεση δεν ανταποκρίθηκαν ούτε στη δεύτερη. Αυτό σημαίνει ότι η συγκεκριμένη θεραπεία δεν είναι για όλους.
ΠΗΓΗ: Medical News Today
www.ertnews.gr