Η αίσθηση της γεύσης μας βοηθά να ρυθμίσουμε την κατανάλωση φαγητού από την πρώτη μπουκιά, καθώς οι γευστικοί κάλυκες μας εμποδίζουν να φάμε γρήγορα και υπερβολικά. Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας μελέτης που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Nature». Τα νέα ευρήματα της μελέτης θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους επιστήμονες να κατανοήσουν καλύτερα το αίσθημα της όρεξης.
«Ανακαλύψαμε ότι το εγκεφαλικό στέλεχος που ελέγχει το πόσο γρήγορα τρώμε και πόση ποσότητα τροφής καταναλώνουμε, χρησιμοποιεί δύο διαφορετικά είδη σημάτων– ένα που προέρχεται από το στόμα και ένα που προέρχεται από το έντερο», δήλωσε ο Ζάκαρι Νάιτ, καθηγητή φυσιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας (UCSF) και μέλος του Ινστιτούτου Νευροεπιστημών Weill του UCSF.
«Αυτή η ανακάλυψη μας δίνει ένα νέο πλαίσιο για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο ελέγχουμε την κατανάλωση του φαγητού μας», πρόσθεσε.
Η μελέτη θα μπορούσε να ρίξει φως στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα φάρμακα για την απώλεια βάρους, όπως το Ozempic, και πώς μπορούν να γίνουν πιο αποτελεσματικά.
Πριν από έναν αιώνα, ο Ρώσος φυσιολόγος και γιατρός, Ιβάν Πάβόφ, υποστήριξε πως η όραση, η οσμή και η γεύση των τροφίμων είναι σημαντικές για τη ρύθμιση της πέψης. Πιο πρόσφατες μελέτες στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 πρότειναν επίσης ότι η γεύση του φαγητού επηρεάζει την ταχύτητα με την οποία καταναλώνουμε την τροφή μας, αλλά ήταν αδύνατο να μελετηθεί η σχετική εγκεφαλική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια του φαγητού, επειδή τα εγκεφαλικά κύτταρα που ελέγχουν αυτή τη διαδικασία βρίσκονται βαθιά στο εγκεφαλικό στέλεχος, γεγονός που καθιστά δύσκολη την καταγραφή τους σε ένα ζώο που είναι ξύπνιο. Έτσι, με την πάροδο του χρόνου, η θεωρία αυτή ξεχάστηκε.
Νέες τεχνικές που ανέπτυξε ο Τρουόνγκ Λι, επικεφαλής συγγραφέας της νέας μελέτης, επέτρεψαν για πρώτη φορά την απεικόνιση και καταγραφή μιας δομής του εγκεφαλικού στελέχους που είναι κρίσιμη για το αίσθημα πληρότητας– που ονομάζεται πυρήνας της μοναχικής οδού (NTS)- σε ένα ποντίκι που ήταν ξύπνιο. Ο ερευνητής χρησιμοποίησε αυτές τις τεχνικές για να εξετάσει δύο τύπους εγκεφαλικών κυττάρων που είναι γνωστό εδώ και δεκαετίες ότι παίζουν ρόλο στην πρόσληψη τροφής.
Η ομάδα διαπίστωσε ότι η έγχυση τροφής στο στομάχι των ποντικιών ενεργοποίησε τα εγκεφαλικά κύτταρα που ονομάζονται PRLH, γεγονός που επιβεβαιώνει προηγούμενες μελέτες. Ωστόσο, όταν τα ποντίκια αφέθηκαν να φάνε κανονικά, οι νευρώνες ανταποκρίθηκαν πολύ περισσότερο στην παρουσία τροφής στο στόμα του ποντικιού.
«Μας εξέπληξε το γεγονός ότι αυτά τα κύτταρα ενεργοποιούνταν από την αντίληψη της γεύσης», δήλωσε ο ερευνητής. «Δείχνει ότι υπάρχουν και άλλα συστατικά του συστήματος ελέγχου της όρεξης που θα πρέπει να μελετήσουμε», συμπλήρωσε.
Αν και μπορεί να ακούγεται αντιφατικό το γεγονός ότι ο εγκέφαλός μας επιβραδύνει την κατανάλωση τροφής όταν πεινάμε, στην πραγματικότητα χρησιμοποιεί την αίσθηση της γεύσης με δύο διαφορετικούς τρόπους ταυτόχρονα. Ο ένας μας λέει να φάμε περισσότερο επειδή το φαγητό έχει ωραία γεύση, ενώ ο άλλος μας λέει να τρώμε πιο σιγά γιατί αλλιώς θα αρρωστήσουμε. Ο ερευνητής εκτιμά πως αυτό αντικατοπτρίζει μια πράξη εξισορρόπησης.
Εν τω μεταξύ, μια διαφορετική ομάδα κυττάρων, που ονομάζονται νευρώνες GCG, χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να αρχίσει να ανταποκρίνεται στα σήματα που προέρχονται από το στομάχι και το έντερο. Αυτά τα εγκεφαλικά κύτταρα δρουν σε πολύ πιο αργές χρονικές κλίμακες – δεκάδες λεπτά – και μπορούν να συγκρατήσουν την πείνα για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Σε απάντηση στα σήματα που προέρχονται από το έντερο, οι νευρώνες GCG απελευθερώνουν την ορμόνη GLP-1 που μιμείται το Ozempic, το Wegovy και άλλα νέα φάρμακα για την απώλεια βάρους. Αυτά τα φάρμακα δρουν στην ίδια περιοχή του εγκεφαλικού στελέχους που μελέτησαν οι ερευνητές στο πλαίσιο της μελέτης τους.
Μια καλύτερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο τα σήματα από διαφορετικά μέρη του σώματος ελέγχουν την όρεξη θα ανοίξει το δρόμο για τον σχεδιασμό εξατομικευμένων προγραμμάτων απώλειας βάρους, βελτιστοποιώντας έτσι τον τρόπο με τον οποίο τα σήματα από τα δύο σύνολα εγκεφαλικών κυττάρων αλληλεπιδρούν, κατέληξαν οι ερευνητές.
ΠΗΓΗ: UCSF
www.ertnews.gr