Όλες οι δίαιτες δεν είναι κατάλληλες για όλους. Επειδή η παχυσαρκία θεωρείται νόσος, ο κάθε ενήλικας με παχυσαρκία χρειάζεται εξατομικευμένη θεραπευτική διατροφή. Τα παραπάνω επισημαίνει η διατροφολόγος – διαιτολόγος, καθηγήτρια στο Τμήμα Επιστημών Διατροφής και Διαιτολογίας του Διεθνούς Πανεπιστημίου, Μαρία Χασαπίδου.
«Ακολουθούμε πλέον μια μεθοδολογία για να κάνουμε εκτίμηση και θεραπεία της παχυσαρκίας στους ενήλικες. Δηλαδή έχουμε κάποια στάδια, κάποια κατηγοριοποίηση. Δεν είναι όλοι το ίδιο και αυτό είναι το μήνυμα που θέλουμε να περάσει. Ο κάθε ενήλικας με παχυσαρκία είναι ένας ξεχωριστός ασθενής. Λέμε “ασθενής” γιατί θεωρούμε την παχυσαρκία νόσο. Με αυτή τη λογική, λοιπόν, λέμε τώρα ότι οι άνθρωποι με παχυσαρκία είναι δυνάμει άρρωστοι. Από τη στιγμή που ο Δείκτης Μάζας Σώματος ξεπερνά το 30, που είναι ο πρώτος βαθμός παχυσαρκίας, θεωρούμε ότι υπάρχει νόσος. Δεν εννοώ τους υπέρβαρους. Το υπέρβαρο είναι ένα προστάδιο της παχυσαρκίας, άρα και αυτό χρειάζεται παρακολούθηση. Αλλά αν μιλάμε για Δείκτη Μάζας Σώματος άνω του 30, τότε μιλάμε ότι το άτομο νοσεί και χρειάζεται μία συγκεκριμένη παρακολούθηση. Για αυτό και μιλάμε για τη θεραπευτική διατροφή», ανέφερε η κ. Χασαπίδου, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, στο περιθώριο του 2ου Διεθνούς Συνεδρίου Επιστημών Διατροφής και Διαιτολογίας, που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη.
Σύμφωνα με τις νέες κατευθυντήριες οδηγίες της European Association of Study of Obesity, η θεραπεία της παχυσαρκίας θα πρέπει να είναι εξατομικευμένη και οι επαγγελματίες υγείας θα πρέπει να είναι σε θέση να προσφέρουν ένα ευρύ φάσμα κλινικά αποδεδειγμένων θεραπευτικών επιλογών και συνδυασμών αυτών, όπως η ατομική ή ομαδική τροποποίηση τρόπου ζωής (συμβουλευτική για σωματική άσκηση, διατροφικές συμβουλές, συμπεριλαμβανομένης δομημένης εντατικής παρακολούθησης, γνωστική- συμπεριφορική θεραπεία και, σε ειδικές περιπτώσεις, δίαιτες με ειδικά σκευάσματα και άλλες αντικαταστάσεις τροφίμων καθώς και συμπληρώματα), φάρμακα κατά της παχυσαρκίας και βαριατρική χειρουργική.
«Όλες οι δίαιτες δεν είναι για όλους. Δεν μπορούμε να πούμε ότι “αυτή είναι μια καλή δίαιτα και κάνει για όλους”. Δεν μπορούμε να αντιμετωπίζουμε τον ασθενή μας γενικώς. Κάθε ασθενής χρειάζεται τη δική του διατροφή και δίαιτα. Δηλαδή χρειάζεται κάτι τελείως εξατομικευμένο. Είναι πάρα πολλά τα όπλα στη φαρέτρα μας. Υπάρχουν πολλές διαφορετικές δίαιτες. Μία μπορεί να ταιριάζει σε εσάς και να μην ταιριάζει σε εμένα. Και αυτό θα το δούμε αφού θα κάνουμε μια σειρά από σωστές και συστηματικές εξετάσεις, όχι μόνο βιοχημικές αλλά και κλινικές, συμπλήρωση ερωτηματολογίων, λήψη ιστορικού κλπ. Και αφού κάνουμε μία πολύ καλή εκτίμηση, που είναι η βάση, θα κάνουμε μετά και μια πολύ καλή θεραπεία. Και λέμε θεραπεία γιατί πραγματικά πρέπει να οδηγήσει στη θεραπεία της νόσου. Δουλειά μας είναι να δούμε, αν αποδίδει μια δίαιτα και αυτό εξετάζουμε στη διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσουμε για τη θεραπεία. Πολλές φορές μια δίαιτα, ακόμη κι αν την έχουμε επιλέξει, μπορεί να μην είναι αποτελεσματική στον ασθενή μας και να χρειαστεί να πάμε σε μια άλλη δίαιτα. Οι κατευθυντήριες οδηγίες λένε ότι πρέπει να είναι εξατομικευμένες οι δίαιτες που μπορούν να απευθυνθούν σε συγκεκριμένους ασθενείς. Χρειάζεται εντελώς διαφορετική προσέγγιση ο κάθε ασθενής, άλλες δίαιτες θα χρησιμοποιήσουμε σε κάποιον που έχει καρκίνο, άλλες σε κάποιον που έχει υπέρταση, άλλες σε κάποιον που έχει διαβήτη», υπογράμμισε η κ. Χασαπίδου.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με τις lifestyle δίαιτες, την αποτελεσματικότητά τους και τους κινδύνους για την υγεία από αυτές τις δίαιτες, η κ. Χασαπίδου ανέφερε: «Οι lifestyle δίαιτες μπορεί να τύχει να αποδώσουν. Η δουλειά μας είναι να δούμε ακριβώς αυτή η δίαιτα αν ταιριάζει σε σας. Αν τύχει και την πάρετε από ένα περιοδικό και τύχει να χάσετε μερικά κιλά, αυτό δεν λέει απαραίτητα ότι είναι και η πιο κατάλληλη για σας γιατί πολλές φορές χάνετε βάρος και το μετά το ξαναβάζετε. Το τι είναι επιτυχία είναι σχετικό. Μια δίαιτα που βρήκατε σε ένα περιοδικό μπορεί να μην είναι επαρκής σε θρεπτικά συστατικά, μπορεί να βοηθήσει να χάσετε 5 κιλά αλλά να μην βοηθήσει στον διαβήτη, να οδηγήσει σε έλλειψη βιταμίνης D ή καλίου ή σιδήρου. Άρα, λοιπόν, δεν ήταν μια καλή δίαιτα. Το πώς κρίνουμε την καταλληλότητα μιας δίαιτας, αλλά και το αποτέλεσμά της, πρέπει να είναι βασισμένο σε συγκεκριμένα κριτήρια και επιστημονική επάρκεια των ανθρώπων που κάνουν αυτή τη δουλειά».
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ- ΜΠΕ
www.ertnews.gr