Την προηγούμενη εβδομάδα, η Βασιλική Σουηδική Ακαδημία Επιστημών απένειμε το Νόμπελ Οικονομίας στους ερευνητές Ντάρον Ατζέμογλου, Σάιμον Τζόνσον και Τζέιμς Ρόμπινσον «για μελέτες σχετικά με το πώς οι θεσμοί διαμορφώνονται και επηρεάζουν την ευημερία». Κοινωνίες στις οποίες το κράτος δικαίου αποτυγχάνει και οι θεσμοί εκμεταλλεύονται τον πληθυσμό δεν δημιουργούν ανάπτυξη ή θετικές αλλαγές.
«Οι τρεις βραβευθέντες παρείχαν νέες πληροφορίες σχετικά με το γιατί εντοπίζονται τεράστιες διαφορές στους δείκτες ευημερίας μεταξύ των κρατών. Μία σημαντική εξήγηση είναι οι σημαντικές διαφορές στη δομή των κοινωνικών θεσμών. Εξετάζοντας τα διάφορα πολιτικά και οικονομικά συστήματα κατάφεραν να αναδείξουν μια σχέση μεταξύ θεσμών και ευημερίας» αναφέρεται στην ανακοίνωση της Βασιλικής Σουηδικής Ακαδημίας Επιστημών.
Το 2023, η Σουηδική Ακαδημία απένειμε το Νόμπελ Οικονομίας στην Αμερικανίδα οικονομολόγο Κλόντια Γκόλντιν (Claudia Goldin), η οποία «εμβάθυνε την κατανόησή μας για την κατάσταση των γυναικών στην αγορά εργασίας». Το 2019 το Νόμπελ Οικονομίας απονεμήθηκε σε τρεις οικονομολόγους- Αμπχιτζίτ Μπανερτζί (Abhijit Banerjee), Έσθερ Ντάφλο (Esther Duflo) και Μάικλ Κρέμερ (Michael Kremer)- για την πειραματική τους προσέγγιση για την καταπολέμηση της παγκόσμιας φτώχειας.
Αυτά τα τρία βραβεία υπογραμμίζουν την αυξανόμενη σημασία που έχουν αποκτήσει για τους οικονομολόγους οι ρίζες όλων των μορφών ανισότητας, καθώς δεν αφορούν μόνο την αποτελεσματική κατανομή των πόρων, αλλά και τις επιπτώσεις αυτής της κατανομής στην ισότητα.
Με αφορμή την απονομή του φετινού Νόμπελ Οικονομίας, το ERTNews συνομίλησε με την Σεσίλια Γκαρσία-Πεναλόσα (Cecilia García–Peñalosa); διακεκριμένη οικονομολόγο και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Aix-Marseille στη Γαλλία, η οποία ειδικεύεται στη μακροχρόνια ανάπτυξη και την εισοδηματική και φυλετική ανισότητα.
«Αυτά τα τρία βραβεία Νόμπελ σηματοδοτούν συλλογικά μια αυξανόμενη αναγνώριση των διανεμητικών πτυχών», παρατηρεί η ερευνήτρια. «Είτε εξετάζουν τη φτώχεια μέσα από μια οπτική γωνία που αφορά το φύλο είτε αξιολογούν τις ανισότητες μεταξύ των εθνών, η εστίαση σε αυτές τις διανεμητικές συνέπειες καθίσταται υψίστης σημασίας» προσθέτει.
Το φετινό βραβείο υπογραμμίζει ιδιαίτερα τον κρίσιμο ρόλο που διαδραματίζουν οι θεσμοί στη διαμόρφωση των οικονομικών αποτελεσμάτων.
«Στη διατριβή μου το 1993, διερεύνησα τη σχέση μεταξύ ανισότητας και ανάπτυξης σε μια εποχή που η μελέτη της ανισότητας μόλις είχε αρχίσει να εμφανίζεται στις οικονομικές επιστήμες. Τότε, η επικρατούσα πεποίθηση ήταν ότι η αποτελεσματικότητα και η ανισότητα ήταν θεμελιωδώς αντίθετες» εξηγεί.
Τώρα, γινόμαστε μάρτυρες μιας αλλαγής παραδείγματος καθώς αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο η ζωτική σημασία των παγκόσμιων συστημάτων διανομής, επισημαίνει η ερευνήτρια.
Σύμφωνα με την ερευνήτρια, παρατηρείται ένα ευρύτερο κίνημα στις οικονομικές επιστήμες που αμφισβητεί τον ορθολογισμό του homo economicus– τον άνθρωπο που επιδιώκει πάντα τη μεγιστοποίηση των κερδών και την ελαχιστοποίηση του κόστους.
«Παραδοσιακά, λειτουργούσαμε με την έννοια ενός ορθολογικού αντιπροσωπευτικού παράγοντα – του Homo economicus – που λαμβάνει αποφάσεις με βάση αποκλειστικά το προσωπικό του συμφέρον. Το έργο της Γκόλντιν και των φετινών βραβευθέντων δείχνει μια απόκλιση προς αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε περιορισμένη ορθολογικότητα» εξηγεί η Γκαρσία-Πεναλόσα.
Η έρευνα της Γκόλντιν έχει φωτίσει τον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνικοί κανόνες επηρεάζουν τη λήψη αποφάσεων στα νοικοκυριά και τις αγορές εργασίας – συχνά οδηγώντας σε επιλογές που είναι αντίθετες με τα οικονομικά συμφέροντα των ατόμων.
«Μόλις όμως λάβουμε υπόψη αυτές τις κοινωνικές νόρμες», προτείνει η οικονομολόγος, «μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την πολυπλοκότητα αυτών των αποφάσεων».
Κοιτάζοντας μπροστά, η ερευνήτρια οραματίζεται μια πιο διεπιστημονική προσέγγιση στην οικονομική έρευνα, η οποία θα προωθεί τη συνεργασία μεταξύ οικονομολόγων, κοινωνιολόγων και πολιτικών επιστημόνων.
«Τα οικονομικά θεωρούνται ολοένα και περισσότερο ως κλάδος των κοινωνικών επιστημών», υποστηρίζει.
Αντιδράσεις για φετινό Νόμπελ Οικονομίας
Ωστόσο, η ανακοίνωση του φετινού βραβείου Νόμπελ Οικονομίας προκάλεσε αντιδράσεις, με ορισμένους να υποστηρίζουν ότι η εστίαση των βραβευθέντων στους θεσμούς παραβλέπει τη βίαιη πραγματικότητα των αποικιοκρατικών καθεστώτων.
«Το έργο τους δεν υπερασπίζεται ούτε επικρίνει απαραίτητα την αποικιοκρατία», διευκρινίζει Γκαρσία-Πεναλόσα, «αλλά μάλλον προσδιορίζει τους θεσμούς ως βασικούς παράγοντες των οικονομικών αποτελεσμάτων. Αυτό που προτείνουν οι τρεις οικονομολόγοι, είναι ότι υπάρχουν εξωτερικοί περιορισμοί που επηρεάζουν τον βασικό ορθολογισμό των οικονομικών αποφάσεων».
Η ερευνήτρια αναφέρθηκε επίσης στις προκλήσεις της τεκμηρίωσης της αιτιώδους συνάφειας.
«Οδηγούν οι θεσμοί στην ανάπτυξη ή η ανάπτυξη οδηγεί σε καλύτερους θεσμούς; Πρόκειται για μια πολύπλοκη αλληλεπίδραση», αναγνωρίζει. «Οι βραβευθέντες χρησιμοποιούν την αποικιοκρατία ως μια μεταβλητή, υποδηλώνοντας ότι οι χώρες με σκληρά αποικιοκρατικά καθεστώτα, είναι συχνά εκείνες στις οποίες οι θεσμοί απέτυχαν να προωθήσουν την ανάπτυξη» εξηγεί η επιστήμονας.
Φυλετικές ανισότητες
Σύμφωνα με την Γκαρσία-Πεναλόσα, ενώ έχουν γίνει σημαντικά βήματα όσον αφορά την ανισότητα των φύλων στον εργασιακό χώρο, βαθύτερα κοινωνικά πρότυπα εξακολουθούν να επιβραδύνουν την πραγματική ισότητα.
«Έχουμε σημειώσει πρόοδο στην αντιμετώπιση των φανερών διακρίσεων, αλλά οι σιωπηρές προκαταλήψεις και οι έμφυλες νόρμες εξακολουθούν να υπάρχουν», παρατηρεί.
«Ενώ οι γυναίκες προάγονται σε ποσοστά συγκρίσιμα με τους άνδρες, πολλές δεν επιδιώκουν ενεργά αυτές τις ευκαιρίες – μια αντανάκλαση των βαθιά ριζωμένων κοινωνικών αντιλήψεων. Οι γυναίκες μπορεί συνειδητά ή ασυνείδητα να αποφεύγουν καταστάσεις όπου θα μπορούσαν να κερδίζουν περισσότερο από τους συντρόφους τους λόγω των κοινωνικών πιέσεων», εξηγεί η Ισπανίδα οικονομολόγος.
Παρά τις προόδους στην εκπαίδευση, οι φυλετικές ανισότητες εξακολουθούν να υπάρχουν σε ορισμένους τομείς. Η οικονομολόγος σημειώνει ότι ενώ οι γυναίκες εκπροσωπούνται όλο και περισσότερο σε επαγγέλματα όπως η ιατρική και η νομική, εξακολουθούν να υποεκπροσωπούνται στη μηχανική και τα μαθηματικά.
Η κλιματική αλλαγή αυξάνει τις κοινωνικές ανισότητες
Η κλιματική κρίση δεν είναι φυλετικά ουδέτερη. Οι γυναίκες και τα κορίτσια βιώνουν τις μεγαλύτερες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής η οποία απειλεί τα μέσα διαβίωσης, την υγεία και την ασφάλειά τους.
Σύμφωνα με την Γκαρσία-Πεναλόσα, οι άνθρωποι συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο το περιβαλλοντικό κόστος που συνδέεται με τις επιλογές τους. Ωστόσο, η ερευνήτρια πιστεύει ότι οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα θα πρέπει να φορολογούνται πολύ περισσότερο.
«Επί του παρόντος, οι τιμές της αγοράς δεν αντικατοπτρίζουν αυτό το περιβαλλοντικό κόστος», υποστηρίζει, σημειώνοντας την επείγουσα ανάγκη για αναδιανομή μεταξύ των χωρών για τη στήριξη των εθνών που είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στην κλιματική κρίση.
Θα μπορούσε η αποανάπτυξη να αποτελέσει μια πιθανή λύση για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης;
Η αποανάπτυξη είναι ένα πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό κίνημα. Οι υπέρμαχοί του υποστηρίζουν πως η συρρίκνωση της παραγωγής και της κατανάλωσης μπορεί να αυξήσει την ευημερία των ανθρώπων, συμβάλλοντας παράλληλα στην εδραίωση βιώσιμων συνθηκών διαβίωσης και στην περιβαλλοντική ισορροπία.
Η ερευνήτρια τονίζει την ανάγκη να επανεξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο καταναλώνουμε και όχι απλώς να υποστηρίξουμε τη μείωση των ρυθμών ανάπτυξης.
«Θέλουμε έναν κόσμο όπου η κατανάλωσή μας θα βασίζεται λιγότερο στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων; Η απάντησή μου είναι ναι, καθώς οι ενέργειές μας έχουν περιβαλλοντικό κόστος που θα επηρεάσει κατά κύριο λόγο τις μελλοντικές γενιές. Αυτό όμως σημαίνει απαραίτητα αποανάπτυξη;» αναρωτιέται.
«Θα πρέπει να χτίσουμε μια κοινωνία που θα δίνει προτεραιότητα στις εμπειρίες -και όχι στην κατανάλωση. Αυτή η αλλαγή θα μπορούσε να προωθήσει την ευημερία με ελάχιστες περιβαλλοντικές επιπτώσεις» προτείνει.
Καθώς η συζήτησή μας φτάνει στο τέλος της, η Γκαρσία-Πεναλόσα τονίζει την κρίσιμη ανάγκη για διαφορετικές προοπτικές σε ηγετικούς ρόλους τόσο στην έρευνα όσο και στη βιομηχανία.
«Είναι επιτακτική ανάγκη να εξασφαλιστεί η εκπροσώπηση όλων των δημογραφικών ομάδων σε θέσεις λήψης αποφάσεων», υποστηρίζει.
Σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από έντονες οικονομικές και φυλετικές ανισότητες, η συμπεριληπτική, διεπιστημονική προσέγγιση για την κατανόηση και την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων, είναι ζωτικής σημασίας.
www.ertnews.gr